Ενοποίηση Fire & Security
Η ενοποίηση των συστημάτων ασφάλειας με τα συστήματα πυρασφάλειας είναι μια προσέγγιση που μπορεί να επιφέρει σημαντικά οφέλη στην ενίσχυση στη βελτίωση της φυσικής ασφάλειας, της προστασίας της ανθρώπινης ζωής και στη διαχείριση έκτακτων καταστάσεων. Τι σημαίνει στην πράξη αυτό και πως μπορεί να επιτευχθεί;
Του Αριστοτέλη Λυμπερόπουλου
Ζούμε στην ψηφιακή εποχή. Σε μια εποχή, όπου όλο και περισσότερες τεχνολογικές εφαρμογές διεισδύουν σε αυτό που αποκαλούμε digital transformation. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί τον κινητήριο μοχλό για την ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη των έργων ενοποίησης εφαρμογών και κτιριακών τεχνολογικών υποδομών που μέχρι σήμερα μπορεί να λειτουργούσαν ανεξάρτητα. Πόσο δε, μάλλον όταν αυτές οι εφαρμογές εξυπηρετούν τον ίδιο βασικό σκοπό και συγκεκριμένα το σκοπό της ασφάλειας με την ευρύτερη έννοια του όρου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης αποτελεί η προσέγγιση ενοποίησης που θέλει τα συστήματα ασφάλειας και πυρασφάλειας να αλληλεπιδρούν. Σκοπός και των δυο αυτών κατηγοριών λύσεων είναι η προστασία των εγκαταστάσεων των κτιρίων, αλλά φυσικά και των ανθρώπων τους. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, τα δύο αυτά συστήματα λειτουργούσαν ως επί το πλείστον ανεξάρτητα και αυτόνομα και δεν συνεργάζονταν κάτω από μια ενιαία πλατφόρμα.
Ιδιαιτερότητες και ένας μεγάλος στόχος
Πιάνοντας τον μίτο από την αρχή, είναι βασικό να αντιληφθούμε ότι είναι πιθανό να υπάρχει μια επικάλυψη λειτουργιών –το επονομαζόμενο conflict- μεταξύ της προστασίας της ανθρώπινης ζωής και του ρόλου των συστημάτων ασφάλειας. Είναι πιθανόν δηλαδή, στην προσπάθεια μας να προστατεύσουμε ένα κτίριο από κακόβουλες ενέργειες και απειλές, να δυσχεραίνουμε κάπως την άνεση της ροής και της κίνησης των ανθρώπων μέσα σε αυτό. Ας σκεφτούμε πως υλοποιείται ο σχεδιασμός ενός τραπεζικού καταστήματος ή ενός κτιρίου γραφείων ή ακόμα και μια βιομηχανική εγκατάσταση. Είναι προφανές ότι αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως τους διαχειριστές της εγκατάστασης είναι να θωρακίσουν το χώρο τους και να προστατεύσουν όσους κινούνται και εργάζονται μέσα σε αυτές από πιθανές παραβατικές ενέργειες. Αυτές όμως οι κατασκευές, σε περίπτωση μιας έκτακτης ανάγκης δυσκολεύουν τη γρήγορη έξοδο όσων βρίσκονται μέσα σε αυτούς τους χώρους. Χαρακτηριστικό και παράλληλα τραγικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Marfin, στο οποίο εγκλωβίστηκαν άνθρωποι σε ένα καιγόμενο κτίριο και δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη μία και μοναδική έξοδο κινδύνου με την κατάληξη που όλοι γνωρίζουμε.
Εδώ λοιπόν αναδύεται η μεγάλη πρόκληση. Πως μπορούμε να συνδυάσουμε τα συστήματα πυρανίχνευσης με τα συστήματα επιτήρησης αλλά και τα άλλα ηλεκτρονικά συστήματα ασφάλειας, ώστε να πετύχουμε το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα και στους δύο τομείς. Στον τομέα της φυσικής ασφάλειας των κτιρίων και στον τομέα της προστασίας της σωματικής ακεραιότητας όσων κινούνται και εργάζονται μέσα στα κτίρια.
Μπορεί αυτός ο στόχος να ακούγεται απλός, ειδικότερα τώρα όπου όλα τα συστήματα είναι ψηφιακά και είναι εφικτή η χρήση τους μέσω οποιασδήποτε ηλεκτρονικής εφαρμογής, είτε αυτή εκτελείται μέσω ενός υπολογιστή, είτε μέσω μιας κινητής συσκευής ή ενός tablet.
Όμως για όσους έχουν εμπλακεί στην υλοποίηση αυτών των projects γνωρίζουν ότι καθόλου απλό δεν είναι. Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα είναι ότι αυτή τη στιγμή τα συστήματα πυρανίχνευσης προέρχονται από μια διαφορετική αγορά μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Η κατασκευή τους και λειτουργία τους ρυθμίζεται από ένα αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο και έχουν ένα ξεκάθαρο τρόπο κατασκευής και λειτουργίας, είτε είναι τα απλά συμβατικά συστήματα είτε τα διευθυνσιοδοτούμενα. Όλα τα σήματα και οι πληροφορίες που λαμβάνουν οι ανιχνευτές ή τα κομβία στέλνονται μέσω των καλωδιώσεων σε έναν κεντρικό πίνακα και ο οποίος με τη σειρά του δίνει την ένδειξη συναγερμού. Ποιες είναι λοιπόν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε για να πετύχουμε την ενοποίηση αυτών των συστημάτων ή την λειτουργία τους σε μια κοινή πλατφόρμα;
Προκλήσεις
Το πιο βασικό εμπόδιο ίσως είναι η δύναμη της συνήθειας. Η συνήθεια ειδικά όσο αυξάνεται το μέγεθος ενός οργανισμού είναι το πιο δύσκολο θέμα που πρέπει να ξεπερασθεί. Μέχρι τώρα, έχουμε συνηθίσει ότι τα συστήματα βίντεο-επιτήρησης, συναγερμού και access control και τα συστήματα πυρανίχνευσης, είναι κάτι το διαφορετικό. Είναι ακόμα πιθανό να απευθυνόμαστε σε διαφορετικές εταιρείες για την εγκατάσταση και συντήρηση τους και τα θεωρούσαμε ως πρόσφατα ως δύο ανεξάρτητα στοιχεία. Αν αναλογισθούμε όμως τα οφέλη, που θα επιφέρει η συνεργασία μεταξύ αυτών των δύο συστημάτων, τότε ίσως μας έρθει και το πρώτο ερέθισμα για την προσπάθεια συνένωσης αυτών των εφαρμογών.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να κάνουμε έναν βασικό διαχωρισμό. Αν αναφερόμαστε σε μια μικρή σχετικά εγκατάσταση που διαθέτει έναν ή δύο πίνακες πυρανίχνευσης και δύο ή τρεις κάμερες επιτήρησης τότε η κατάσταση είναι πολύ απλούστερη και η διαδικασία μετάβασης είναι πολύ ευκολότερη.
Η μεγάλη πρόκληση εστιάζεται στις μεγάλες εφαρμογές. Μεγάλα κτίρια, πολλών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, με δαιδαλώδεις εγκαταστάσεις, τα οποία μπορεί και να έχουν κατασκευασθεί σε διαφορετικές περιόδους και τα οποία ήδη λειτουργούν. Εδώ η δυσκολία για την ενοποίηση αυτών των εφαρμογών είναι σημαντική και συχνά γίνεται ο ανασταλτικός παράγοντας για την μη ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Πολύ συχνά δε, γίνεται η αιτία για να μην ξεκινήσει καν η προσπάθεια σχεδιασμού του εγχειρήματος.
Διότι σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι αναγκαίο να γίνει μια πολύ μεγάλη προεργασία πριν ξεκινήσει το εγχείρημα. Καταρχάς, πρέπει να αποτυπωθούν όλα τα συστήματα που λειτουργούν αυτή τη στιγμή. Σε κτίρια πολλών χιλιάδων τετραγωνικών, είναι πιθανόν να υπάρχουν ακόμα και τριάντα ή και περισσότεροι διαφορετικοί πίνακες πυρανίχνευσης. Πολλές φορές, στην προσπάθεια μας να είμαστε σύννομοι – αλλά και να αποδεικνύουμε ουσιαστικά ότι φροντίζουμε για την πυρασφάλεια των εγκαταστάσεων όταν κατασκευάζουμε ένα νέο χώρο, προχωράμε στην προμήθεια ενός τοπικού συστήματος πυρανίχνευσης, χωρίς να κοιτάζουμε τη μεγάλη εικόνα. Δηλαδή, πως μπορεί αυτό το τοπικό σύστημα να ενταχθεί στο συνολικό σχέδιο πυρασφάλειας του κτιρίου. Για αυτό το λόγο φθάνουμε στο σημείο να έχουμε πολλούς τοπικούς πίνακες πυρανίχνευσης οι οποίοι απλώς ενεργοποιούν τοπικά έναν συναγερμό και όχι μόνο δεν μπορούν να συνδεθούν με άλλα συστήματα ηλεκτρονικής ασφάλειας, αλλά δεν μπορούν να συνεργασθούν και μεταξύ τους.
Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει –αλλά σίγουρα όχι στον ίδιο βαθμό- με τα συστήματα βίντεο-επιτήρησης, αλλά και με τις εφαρμογές ελέγχου πρόσβασης. Επειδή αυτές οι εφαρμογές έχουν ξεκινήσει να εγκαθίστανται πιο πρόσφατα ενώ χρησιμοποιείται πλέον η ψηφιακή έκδοση τους (δηλαδή αναλογικά CCTV έχουν πάψει να εγκαθίστανται τουλάχιστον για μια περίοδο 15 ετών) είναι πιο πιθανό να μπορούν να έχουν κάποιους δίαυλους επικοινωνίας. Αλλά και πάλι υπάρχουν προβλήματα τα οποία τα αντιμετωπίζουμε στην πράξη όσοι ασχολούμαστε με αυτού του είδους τις εφαρμογές. Υπάρχουν έργα με διαφορετικά συστήματα ελέγχου πρόσβασης ακόμα και μέσα στην ίδια εγκατάσταση. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τα συστήματα επιτήρησης. Αν και δεν είναι του παρόντος, αν θέλει να αναρωτηθεί κάποιος τον λόγο τότε θα πρέπει κυρίως να εξετάσει την οικονομική πλευρά των έργων, που πάντα έχει μια βαρύνουσα σημασία. Δηλαδή, μπορεί στην αρχή να ξεκίνησε μια εγκατάσταση με ένα συγκεκριμένο σύστημα ελέγχου πρόσβασης, αλλά να διαπιστώθηκε στην πάροδο των ετών ότι αυτό το σύστημα είναι ιδιαίτερα ακριβό και να αποφάσισε να χρησιμοποιήσει κάποια άλλη εφαρμογή.
Οπότε, από όλα τα παραπάνω, μπορεί να ακούγεται πολύ όμορφο στη θεωρία να ενοποιηθούν τα συστήματα πυρανίχνευσης και τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά συστήματα σε μια ενιαία πλατφόρμα αλλά πίσω από αυτήν την ιδανική προσέγγιση υπάρχουν κάποιες δυσκολίες. Αυτές τις δυσκολίες θα πρέπει να έχουν υπόψη τους τόσο οι κατασκευαστές συστημάτων, όσο και οι εταιρίες υλοποίησης τεχνολογικών έργων. Πολλές φορές, όσοι εργάζονται στον τομέα της ασφάλειας και του facility management καλούνται να συμμετάσχουν σε συζητήσεις με μελετητές ή εγκαταστάτες που προσπαθούν να αναδείξουν τα πλεονεκτήματα μιας ενοποιημένης προσέγγισης, μην γνωρίζοντας όμως τι κρύβεται πίσω από την πετυχημένη υλοποίηση αυτής της προσέγγισης.
Το πρώτο λοιπόν που πρέπει να γίνει είναι η αποτύπωση όλων των υφιστάμενων συστημάτων ασφάλειας και πυρανίχνευσης. Θα πρέπει να καταγραφούν με λεπτομέρεια τα επιμέρους συστήματα και οι πλατφόρμες που τα υποστηρίζουν. Στη συνέχεια να περιγραφεί ο τελικός στόχος. Τι ακριβώς ζητάμε όταν θα έχει ολοκληρωθεί το project. Το επόμενο βήμα είναι η πραγματοποίηση συζητήσεων μεταξύ των διαχειριστών και των διάφορων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο χώρο της μελέτης και εγκατάστασης, ώστε να αναζητηθεί η βέλτιστη τεχνικά λύση που να εξασφαλίζει βέβαια την απαραίτητη ανταποδοτικότητα (value for money). Εδώ θα πρέπει να συνεργασθούν και αρκετά διαφορετικά τμήματα: Facility management, ασφάλεια, τμήμα προμηθειών, τμήμα, νομικό τμήμα (για την εναρμόνιση όλων των παραπάνω με θέματα προστασίας ατομικών δεδομένων). Αυτό που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποφευχθεί είναι μεμονωμένες ενέργειες, όπως παραδείγματος χάρη ένα τμήμα να εισηγηθεί και να προχωρήσει στην απόκτηση ενός συστήματος για κάποια πολύ συγκεκριμένη χρήση, χωρίς να λάβει υπόψη τους παράγοντες που αναφέραμε προηγουμένως και χωρίς την απαραίτητη συνεννόηση με τα υπόλοιπα τμήματα.
Τεχνικές δυσκολίες
Διαπιστώσαμε λοιπόν ότι σε επίπεδο θεωρίας η ενοποίηση αυτών των συστημάτων είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Αλλά αυτό απέχει ακόμα πολύ από την πρακτική υλοποίηση. Οι βαθύτερες αιτίες είναι αυτές που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Πολυπλοκότητα εγκατάστασης, διαφορετικά συστήματα, έλλειψη χρόνου από την πίεση της καθημερινότητας που αποτρέπει τα εμπλεκόμενα στελέχη να ασχοληθούν με ένα project πιο μακρινού ορίζοντα. Υπάρχουν όμως και σημαντικές τεχνικές δυσκολίες.
Όπως προαναφέραμε τα συστήματα πυρανίχνευσης έχουν μια δική τους λογική. Είναι πιο κλειστά συστήματα. Βασίζονται στη λογική κυκλωμάτων, είτε αυτά είναι ζώνες στην περίπτωση των συμβατικών συστημάτων, είτε είναι βρόγχων στην περίπτωση των διευθυνσιοδοτούμενων συστημάτων. Από αυτά τα κυκλώματα λαμβάνουν πληροφορίες και αναλόγως ενεργοποιούν τις κατάλληλες ενδείξεις συναγερμού που συνήθως είναι οι γνωστές μας σειρήνες. Επειδή είναι τα μόνα συστήματα των οποίων η λειτουργία βασίζεται σε ένα νομοθετικό πλαίσιο (βάσει του οποίου υλοποιούνται οι μελέτες πυρασφάλειας και εκδίδονται τα σχετικά πιστοποιητικά πυρασφάλειας για μια εγκατάσταση) έχουν μια πιο κλειστή προσέγγιση. Η τεχνική πρόκληση είναι πως αυτά τα συστήματα θα καταφέρουμε να τα ενοποιήσουμε με πιο ανοιχτής μορφής συστήματα όπως είναι οι εφαρμογές επιτήρησης.
Αυτό που θα ήταν χρήσιμο να ελέγχουμε σε όλους πλέον τους πίνακες πυρανίχνευσης τους οποίους προμηθευόμαστε είναι η δυνατότητα επικοινωνίας με άλλες εφαρμογές. Θα πρέπει να έχουν τις κατάλληλες πύλες εξόδου μέσω των οποίων να στέλνουν τα κατάλληλα σήματα σε άλλες εφαρμογές όπως μια εφαρμογή επιτήρησης. Αλλά και οι λύσεις βίντεο-επιτήρησης αλλά και τα υπόλοιπα συστήματα που θέλουμε να ενοποιήσουμε κάτω από μια ενιαία πλατφόρμα θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν αυτά τα σήματα.
Εδώ χρειάζεται μια διερεύνηση από τους μελετητές και τους τεχνικούς ώστε να βρουν στην αγορά, ποια συστήματα ανταποκρίνονται σε αυτές τις προδιαγραφές. Επειδή πλέον μιλάμε για μια πληθώρα συστημάτων που έρχονται από διαφορετικούς κλάδους (πυρανίχνευση και ηλεκτρονική ασφάλεια), μπορούμε να αντιληφθούμε ότι πρόκειται για ένα έργο δύσκολο.
Όμως οι τεχνικές δυσκολίες δεν σταματούν μόνο στην εύρεση συστημάτων τα οποία μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές τις προδιαγραφές. Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και ο σχεδιασμός της ενοποιημένης πλατφόρμας. Είναι σημαντικό να απαντηθούν τα ακόλουθα ερωτήματα:
- Πως θέλω να λειτουργεί το σύστημα στην τελική του μορφή;
- Πως εκτιμώ ότι θα επεκταθεί το σύστημα μέσα στα επόμενα χρόνια; (η επονομαζόμενη επεκτασιμότητα)
- Σε περίπτωση υφιστάμενων συστημάτων τι είμαι διατεθειμένος να πράξω αν αυτά δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ενοποιημένης πλατφόρμας;
Είναι προφανές δύσκολο να απαντηθούν με κάθε λεπτομέρεια αυτά τα ερωτήματα. Άλλωστε, οι απαντήσεις εξαρτώνται από το είδος του κάθε έργου και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να δοθεί απάντηση για κάθε περίπτωση που μπορεί να συναντηθεί. Εκείνο όμως που μπορεί να δοθεί είναι ένα γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να κινηθούν οι χρήστες στην προσπάθεια τους να απαντήσουν αυτά τα ερωτήματα και άρα να περιγράψουν τον τρόπο ενοποίησης των συστημάτων.
Περιγραφή του συστήματος
Μια ενοποιημένη πλατφόρμα συστημάτων ασφάλειας και πυρανίχνευσης έχει πολλές δυνατότητες. Δυνατότητες που περιορίζονται μόνο από τη φαντασία των μελετητών και των εγκαταστατών. Στην απλή της μορφή μπορεί με την ενεργοποίηση ενός alarm από το σύστημα πυρανίχνευσης να δίνεται σήμα στην πλατφόρμα βίντεο-επιτήρησης και να ξεκινάει η εγγραφή και αποστολή βίντεο στους διαχειριστές. Όμως, αυτή είναι μια απλή δυνατότητα. Άλλωστε πολλές περισσότερες πλατφόρμες λογισμικού διαχείρισης βίντεο-επιτήρησης έχουν τη δυνατότητα ενεργοποίησης καμερών, όταν αντιληφθούν καπνό ή εστία πυρκαγιάς. Μια κεντροποιημένη προσέγγιση θα πρέπει να έχει βασισθεί σε έναν σχεδιασμό με πιο ευρύ ορίζοντα και όχι απλώς στην έγκαιρη διάγνωση μιας εστίας πυρκαγιάς που και αυτό φυσικά είναι πολύ σημαντικό. Αν παραδείγματος χάρη, εντοπισθεί πυρκαγιά σε έναν χώρο της εγκατάστασης εκτός του συναγερμού, θα μπορούν τα συστήματα επιτήρησης να χρησιμοποιηθούν και για τον έλεγχο των διαδρομών για την εκκένωση του κτιρίου. Μέσω των καμερών θα μπορούν οι υπεύθυνοι να καθοδηγούν τον κόσμο προκειμένου να προσεγγίσει τα σημεία εκκένωσης. Επίσης, κάμερες έχουν τη δυνατότητα μετάδοσης ηχητικών μηνυμάτων οπότε μπορεί το σύστημα να χρησιμοποιηθεί ως σύστημα μεγαφωνικής μετάδοσης πληροφοριών. Όμως δεν έχουν μόνο τα συστήματα βίντεο-επιτήρησης ουσιαστικό ρόλο στις περιπτώσεις όπου χρειάζεται εκκένωση. Εξίσου σημαντικό ρόλο έχουν και τα συστήματα ελέγχου πρόσβασης τα οποία μπορούν να επιτρέψουν την απρόσκοπτη πρόσβαση σε χώρους ασφαλείς και να αποτρέψουν την είσοδο σε επικίνδυνους χώρους. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πόσο η συνέργεια αυτών των συστημάτων που μέχρι τώρα λειτουργούσαν εντελώς ανεξάρτητα μπορούν να βοηθήσουν σε μια έκτακτη κατάσταση.
Είναι λοιπόν σημαντικό να περιγραφεί το σύστημα στην τελική του μορφή και να περιγράψουμε τις δυνατότητες που θα θέλουμε να έχει. Εδώ σημαντικό ρόλο θα παίξει και η συνεργασία με τις εταιρείες καθώς μέσω των επαφών που θα έχουμε και των πληροφοριών που θα συλλέξουμε θα μπορούμε να συντάξουμε ένα τεχνικό εγχειρίδιο στο οποίο θα απεικονίζονται με τεχνικούς πλέον όρους αυτό που θέλουμε να υλοποιήσουμε.
Επεκτασιμότητα
Σημαντικό ρόλο στη σύνταξη του εγχειριδίου παίζει και ο παράγοντας επεκτασιμότητα. Είναι σημαντικό καθώς εδώ αναφερόμαστε σε διαφορετικά συστήματα και οφείλουμε να είμαστε σίγουροι ότι τουλάχιστον σε βάθος δεκαετίας, θα μπορούν να υποστηρίζονται καινούριες επεκτάσεις των διάφορων υποσυστημάτων, αλλά και να διασφαλίζεται η συνεργασία μεταξύ τους. Οι μεγάλοι οργανισμοί επεκτείνονται σε νέα κτίρια, τροποποιούν υφιστάμενες εγκαταστάσεις ή αποχωρούν από άλλα κτίρια. Όλες αυτές οι αλλαγές, απαιτούν την εγκατάσταση νέων συστημάτων πυρανίχνευσης, επιτήρησης και ελέγχου πρόσβασης. Είναι φυσικό και εύλογο, να υπάρχει η απαίτηση από τη Διοίκηση του οργανισμού, να υποστηρίζονται πλήρως και αυτά τα συστήματα στην ενοποιημένη πλατφόρμα. Αλλά πολλές φορές όσοι ασχολούνται με τα ηλεκτρονικά συστήματα ασφάλειας έχουν βρεθεί απέναντι στη δυσάρεστη έκπληξη να διαπιστώνουν- απευθυνόμενοι στους προμηθευτές για μια συγκεκριμένη επέκταση, ενός συστήματος- ότι πλέον οι προγενέστερες εκδόσεις δεν είναι συμβατές με τις νέες. Αν αυτό δημιουργεί πρόβλημα σε ένα μεμονωμένο σύστημα, μπορείτε εύκολα να αναλογισθείτε πόσα προβλήματα θα δημιουργήσει σε μια ενοποιημένη πλατφόρμα που αποτελείται από περισσότερα του ενός συστήματα.
Θα πρέπει η δομή του ενοποιημένου πλέον συστήματος να είναι τέτοια ώστε να μπορεί να υποστηρίζει επεκτάσεις. Εδώ είναι πολύτιμη και η συνεισφορά του τμήματος προμηθειών, ώστε να μπορούν να κλειδώσουν κάποιες τιμές για την προμήθεια συστημάτων ώστε αυτές να μην αλλάζουν ξαφνικά με την πάροδο του χρόνου και να μην είναι εξαρτώμενος ο τελικός χρήστης από έναν προμηθευτή. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι μπορεί να έχουμε προμηθευτεί ένα σύστημα ελέγχου πρόσβασης με συγκεκριμένες κάρτες πρόσβασης για την υφιστάμενη εγκατάσταση. Μετά από κάποια χρόνια στο πλαίσιο επέκτασης των εγκαταστάσεων μπορεί να διαπιστώσουμε και λαμβάνοντας μια προσφορά από τον συγκεκριμένο προμηθευτή μπορεί να διαπιστώσουμε με μάλλον δυσάρεστη έκπληξη ότι οι τιμές του έχουν αναθεωρηθεί. Αυτή η εξέλιξη από μόνη της είναι ούτως ή άλλως αρνητική καθώς δημιουργεί θέμα με το σύστημα έλεγχου πρόσβασης και την ενδεχόμενη ασυμβατότητα που θα προκληθεί από την εγκατάσταση ενός διαφορετικού συστήματος. Το πρόβλημα όμως πολλαπλασιάζεται όταν αφορά μια ενοποιημένη πλατφόρμα που κάθε αλλαγή υποσυστήματος μπορεί να επιφέρει πολλαπλό αριθμό προβλημάτων στη συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών συστημάτων.
Νέες τεχνολογικές λύσεις
Όμως η τεχνολογία δίνει πλέον τη δυνατότητα εμφάνισης και άλλων λύσεων, οι οποίες ενσωματώνουν σε ένα σύστημα τις δυνατότητες της ανίχνευσης πυρκαγιών. Δηλαδή πολλές εταιρείες έχουν εμφανίσει κάμερες που χρησιμοποιούν εξελιγμένες τεχνολογίες επεξεργασίας της εικόνας και οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα ανίχνευσης πιθανών εστιών πυρκαγιάς και ενημέρωσης των χρηστών μέσω των συστημάτων επιτήρησης. Οπότε οι κάμερες αυτής της κατηγορίας μπορούν να τοποθετούνται σε κρίσιμους χώρους όπου είναι πιθανή η εμφάνιση πυρκαγιάς. Όταν μια κάμερα ανιχνεύει μια αύξηση στη θερμοκρασία ενός χώρου που μπορεί να χαρακτηρίζει έναν πιθανό κίνδυνο πυρκαγιάς, τότε αυτόματα ενεργοποιεί ένα συναγερμό για να ειδοποιηθεί ο χρήστης. Ο οποίος παράλληλα μπορεί να βλέπει μέσω του συστήματος επιτήρησης τι πραγματικά συμβαίνει μέσα στο συγκεκριμένο χώρο. Όλη αυτή η διαδικασία, είναι σαφώς ταχύτερη και επιτρέπει στους υπεύθυνους να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες πολύ γρηγορότερα σε σχέση τόσο με τον συμβατικό τρόπο ενημέρωσης αλλά ακόμα και από μια ενοποιημένη πλατφόρμα που συνήθως είναι βαρύτερη στη λειτουργία της.
Η ενοποίηση των συστημάτων επιτήρησης με τα συστήματα πυρανίχνευσης είναι μια σχετικά νέα τάση που μπορεί όμως να επιφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα στη βελτίωση της φυσικής ασφάλειας, της προστασίας της ανθρώπινης ζωής και στη διαχείριση έκτακτων καταστάσεων. Καλύτερη αντίληψη της κατάστασης, γρηγορότερη και ακριβέστερη ενημέρωση των ανθρώπων που προσπαθούν να διαφύγουν αλλά και των ομάδων που επεμβαίνουν, αντικειμενική διερεύνηση των συνθηκών που οδήγησαν σε αυτό το περιστατικό.
Όπως διαπιστώσαμε σε αυτήν την ενοποίηση μπορεί να οδηγηθούμε μέσω δύο μονοπατιών. Το πρώτο είναι η χρήση ανεξάρτητων μεταξύ τους συστημάτων τα οποία θα επικοινωνούν μέσω μιας κεντρικής πλατφόρμας και θα δίνουν στο χρήστη τη δυνατότητα κεντρικού ελέγχου. Τα πλεονεκτήματα αυτής της λύσης είναι η ύπαρξη εφεδρειών σε περίπτωση που καταρρεύσει ένα σύστημα, η εκμετάλλευση πολλών δυνατοτήτων από διαφορετικά συστήματα και η μεγαλύτερη ευελιξία (Χρήση συστημάτων από διαφορετικούς κατασκευαστές). Παράλληλα όμως υπάρχουν και μειονεκτήματα. Το κυριότερο είναι η δυσκολία στην υλοποίηση και πως θα επιτευχθεί η απαραίτητη συμβατότητα μεταξύ διαφορετικών συστημάτων. Αλλά θέματα που προκύπτουν είναι η πολυπλοκότητα στη λειτουργία, η δυσκολία επεκτασιμότητας παράλληλα σε όλα τα συστήματα καθώς μπορεί οι επόμενες γενιές να μην εμφανίζουν τον ίδιο βαθμό συμβατότητας.
Υπάρχει φυσικά και η άλλη οδός στην οποία τελευταία στρέφονται αρκετές εταιρείες. Είναι η λύση στην οποία τα συστήματα βίντεο-επιτήρησης διαθέτουν και δυνατότητες πυρανίχνευσης. Αυτή η λύση έχει επίσης σημαντικά πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. Είναι εύκολη στην υλοποίηση της αλλά συνήθως έχει περιορισμένες δυνατότητες σε μεγάλες εγκαταστάσεις. Επίσης επειδή τα συστήματα πυρανίχνευσης στις περισσότερες χώρες υλοποιούνται βάσει συγκεκριμένων νομοθεσιών και ακολουθούν αυστηρές προδιαγραφές βάσει των οποίων εκδίδονται και τα σχετικά πιστοποιητικά πυροπροστασίας για κάθε εγκατάσταση. Η Ελλάδα αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση. Τα συστήματα βίντεο-επιτήρησης που διαθέτουν δυνατότητες πυρανίχνευσης δεν είναι πιστοποιημένα, τουλάχιστον ακόμα, και προφανώς δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο στάδιο υλοποίησης μιας εγκατάστασης που θα πρέπει να λάβει έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η ενοποιημένη προσέγγιση δεν αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο για όσους ασχολούνται με τη διαφύλαξη των εγκαταστάσεων, την προστασία όσων βρίσκονται σε ένα χώρο από επικίνδυνες καταστάσεις όπως πυρκαγιές και τη διαχείριση έκτακτων κρίσεων.
Συνοψίζοντας κανείς δεν αμφισβητεί ότι η ζωντανή μετάδοση εικόνας από ένα χώρο στον οποίο υπάρχει πυρκαγιά είναι ένα εκπληκτικό εργαλείο που μέχρι πρόσφατα ήταν πολύ δύσκολο να έχουμε στη διάθεση μας. Η τεχνολογία δίνει πλέον αυτή τη δυνατότητα και θα πρέπει όσοι ασχολούνται με το συγκεκριμένο τομέα να εκμεταλλευτούν αυτές τις εξελίξεις. Η εμπειρία έχει δείξει ότι ακόμα και λίγα λεπτά μπορούν να αποβούν σωτήρια τόσο για ανθρώπινες ζωές που σαφώς είναι και το σημαντικότερο αλλά και για την ελαχιστοποίηση των ζημιών σε εξοπλισμό και υποδομές.