Υπηρεσίες Ασφαλείας και Επαγγελματική Αστική και Εργοδοτική Ευθύνη
Στη σύγχρονη διεθνή οικονομία, η ανάθεση υπηρεσιών, όπως η καθαριότητα, η τεχνική συντήρηση και η ασφάλεια (security), σε εξωτερικούς παρόχους (αγγλικός όρος: outsourcing), εξελίσσεται και αναπτύσσεται με αξιοσημείωτους ρυθμούς. Έρευνες γνώμης αναδεικνύουν την επίτευξη οικονομιών κλίμακας και την αναδιάρθρωση του εσωτερικού δείκτη παραγωγικότητας ως τους κύριους λόγους που προσανατολίζουν ιδιωτικούς και δημόσιους οργανισμούς στην επιλογή του “outsourcing”.
Παναγιώτης Γαβαθάς
Διευθυντής Επιχειρήσεων Κρίσιμων Υποδομών
ESA Security Solutions www.esasecurity.gr
Ειδικότερα, στον τομέα της ασφάλειας (security), οι υπηρεσίες φύλαξης, ελέγχου ασφαλείας, διαχείρισης κρίσεων και μεταφοράς αξιών στηρίζονται ολοένα και περισσότερο στην ιδιωτική ασφάλεια. Εξάλλου σοβαρά περιστατικά και τρομοκρατικές ενέργειες οδήγησαν εθνικές κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς σε αποφάσεις, κατευθυντήριες οδηγίες και κανονισμούς με τους οποίους προέτρεπαν τους δημόσιους φορείς σε ιδιωτικοποίηση της ασφάλειας και τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς διαχείρισης κρίσιμων υποδομών σε outsourcing υπηρεσιών ασφαλείας, προκειμένου η προληπτική προστασία και αποτροπή να καταστούν αποτελεσματικότερες και επαγγελματικές και η καταστολή να αποτελέσει αποκλειστικό αντικείμενο δράσεως και ευθύνης των Υπηρεσιών Εκτάκτου Ανάγκης.
Ωστόσο η αύξηση των επιχειρησιακών αναγκών λόγω της μεταφοράς υπηρεσιών ασφάλειας σε τρίτους είχε ως φυσικό επακόλουθο, νέοι εργαζόμενοι, χωρίς γνώση κι εμπειρία, να εισέρχονται στην αγορά εργασίας και να εργάζονται σε υποδομές και εγκαταστάσεις, με υψηλό ρίσκο για τις ΙΕΠΥΑ λόγω των ελάχιστων γνώσεων που διαθέτουν.
Η κατάσταση σήμερα
Οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου ασφάλειας επενδύουν βεβαίως μέρος των κεφαλαίων τους ως ανταποδοτικό όφελος στην εξειδικευμένη εκπαίδευση νεοεισερχομένου και έμπειρου προσωπικού ασφαλείας, ωστόσο σημαντικός παράγοντας και κριτήριο για την χρηματο-οικονομική ευμάρειά τους είναι, κυρίως, η δυνατότητά τους να διαθέτουν ασφαλιστικές καλύψεις που θα ανταποκρίνονται, τόσο στις ανάγκες των συμβατικών υποχρεώσεών τους με βάση το ρίσκο και την επικινδυνότητα των εγκαταστάσεων και των υποδομών, τη διαχείριση της ασφάλειας των οποίων αναλαμβάνουν, όσο και στις ανάγκες που απορρέουν από την ευθύνη τους έναντι του προσωπικού τους, νέου και έμπειρου, στο οποίο αποδίδουν την αρμοδιότητα φύλαξης και ελέγχου ασφαλείας.
Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι η διατήρηση ενός κοινού – απλού ασφαλιστηρίου συμβολαίου γενικής αστικής ευθύνης, όπως μέχρι σήμερα επιβάλλεται από τη κείμενη νομοθεσία, προσφέρει την ελάχιστη δυνατή κάλυψη στις ΙΕΠΥΑ και σε καμία περίπτωση, δεν απαντά στις επιδιώξεις και στρατηγικές επιχειρηματικής ανάπτυξής τους στην ελληνική αγορά παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, όταν μάλιστα απευθύνονται σε πελάτες με ιδιαίτερο επιχειρηματικό και επιχειρησιακό κίνδυνο. Παρατηρείται δε συχνά το φαινόμενο οργανισμοί με υψηλό δείκτη επικινδυνότητας και τρωτότητας από τη φάση αξιολόγησης ασφαλείας να διατηρούν χαμηλές προσδοκίες από τους παρόχους υπηρεσιών ασφαλείας στο σκέλος της ασφαλιστικής κάλυψης, αποδεχόμενοι απλή αστική ευθύνη για συμβάντα που ενδεχομένως να παραπέμπουν στο μέλλον σε περιστατικά ασφάλειας (security breach). Αυτό ενδεχομένως διαστρεβλώνει το επιδιωκόμενο θεμιτό ανταγωνισμό, ωστόσο η εξέταση της παραμέτρου δεν αφορά το παρόν.
Επιλογή με στόχο την προστιθέμενη αξία
Σε κάθε περίπτωση οι ιδιωτικοί και δημόσιοι οργανισμοί που επιθυμούν επαγγελματική προσέγγιση από τις εταιρείες του κλάδου ασφάλειας θα πρέπει να επιλέγουν παροχές εξειδικευμένων υπηρεσιών ασφαλείας με πιστοποιημένο προσωπικό και ασφαλιστήρια συμβόλαια, άρρηκτα συνδεδεμένα με ευρύτατες και κλιμακούμενες ασφαλιστικές καλύψεις επαγγελματικής και εργοδοτικής ευθύνης, με αντίκτυπο τόσο στο χρηματο-οικονομικό κόστος, γεγονός που θα αναδεικνύει τους οικονομικά εύρωστους, όσο και σε επίπεδο καλύψεων (π.χ. καλύψεις σε περιστατικά τρομοκρατίας κτλ) έναντι του πελάτη (cross-liabilities, third party liabilities κτλ), που θα μειώνουν το επιχειρηματικό κίνδυνο του πελάτη και θα προσδίδει προστιθέμενη αξία στα περιουσιακά στοιχεία του.
Στη χώρα μας, με εξαίρεση ορισμένους τομείς που ανήκουν στις αποκαλούμενες “Υποδομές Ζωτικής Σημασίας”, όπου επικρατούν και επιβάλλονται διεθνείς όροι ασφαλιστικής κάλυψης από διεθνείς οργανισμούς προς τα κράτη – μέλη τους, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα με τους αντίστοιχους δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς, υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτιώσεων στο νομικό πλαίσιο που διέπει τις ΙΕΠΥΑ και σχετίζεται με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που θα πρέπει να διατηρούν σε ισχύ (κλίμακα και εύρος καλύψεως), αλλά και στην εκπαίδευση και μεταφορά τεχνογνωσίας στους ιδιώτες και δημόσιους οργανισμούς – πελάτες με ευαίσθητες υποδομές, από τις ίδιες τις ασφαλιστικές εταιρείες (insurance companies), όταν καλούνται να καλύψουν τον επιχειρηματικό κίνδυνό τους.
Συμπερασματικά
Η ασφάλεια (Insurance) στην ασφάλεια (security) είναι ο κρισιμότερος παράγοντας εξασφάλισης της επιχειρηματικής συνέχειας για τις ΙΕΠΥΑ, αλλά και για τους πελάτες τους. Τα τελευταία 20-30 χρόνια, στην Ελλάδα, δεν έχουν προκληθεί περιστατικά ασφάλειας υψηλής κλίμακας, εκτός ενός – δύο μεμονωμένων. Αυτό έχει ως συνέπεια να διατηρείται σε χαμηλούς τόνους η συζήτηση που έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια για την αναγκαιότητα κρίσιμων παρεμβάσεων στο θέμα αυτό. Νέες προδιαγραφές και απαιτήσεις επιβάλλονται και πρέπει να υιοθετηθούν.