Τα «Σπασμένα Παράθυρα» στον Τομέα της Ασφάλειας στις Πόλεις και στις Επιχειρήσεις
Από την Θεωρία στην Πράξη
Συνέπεια των διαφόρων πρόσφατων εξελίξεων και αλλαγών στο κοινωνικό και συνεπώς εγκληματολογικό πλαίσιο, παρουσιάζεται η υιοθέτηση «ανορθόδοξων» κοινωνιολογικών θεωριών που σκοπό έχουν να συμβάλουν στην επεξήγηση διαφόρων εγκληματολογικών τάσεων αλλά συνάμα και άλλων συναφών προβλημάτων ή θεμάτων που απασχολούν τομείς σαν αυτό της ιδιωτικής ασφάλειας.
Ελεάνα Φοιτίδου – Εγκληματολόγος, Λέκτορας, Υποψ. Διδάκτωρ Ποινικής Δικαιοσύνης
Η μεταμόρφωση της κοινωνίας σε ένα ποικιλόμορφο και πολυπολιτισμικό περιβάλλον έχει αναπόφευκτα αποφέρει αλλαγές στο εγκληματολογικό πλαίσιο, το οποίο επιτάσσει την ανάγκη υιοθέτησης ανάλογα διαμορφωμένων κοινωνιολογικών θεωριών για την πρόληψη εγκληματικών δραστηριοτήτων.
Στο πλαίσιο της εγκληματολογικής θεωρίας, είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι οι ρίζες της εγκληματικής συμπεριφοράς θα πρέπει να αναζητηθούν όχι κατ’ ανάγκη στο άτομο, αλλά στις κοινωνικές δομές και στον τρόπο που αυτή αντιδρά, προλαβαίνει και αντιμετωπίζει το έγκλημα. Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να παρουσιάσει μια πολύ σημαντική εγκληματολογική θεωρία, τη θεωρία των «σπασμένων παραθύρων» η οποία ανήκει στην ομπρέλα θεωριών μετάδοσης.
Η θεωρία της μετάδοσης
Στη διεθνή βιβλιογραφία, η θεωρία της μετάδοσης – Contagion Theory – αναφέρεται στο κοινωνικό φαινόμενο όπου συγκεκριμένες συμπεριφορές αναμεταδίδονται μέσω διαφόρων καναλιών επικοινωνίας όπως τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, την οικογένεια καθώς επίσης και το εργασιακό και φιλικό περιβάλλον. Αναφέρεται στην τάση των ανθρώπων να βλέπουν και να αντιγράφουν συμπεριφορές καθώς το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται έχει άμεση επίδραση σε αυτούς. Η θεωρία αυτή είναι καταλυτικής σημασίας αφού μας βοηθά να αντιληφθούμε πώς διάφορες συμπεριφορές υιοθετούνται και μεταδίδονται μέσω της επαφής και της αλληλεπίδρασης. Αναφέρεται σε όλες τις συμπεριφορές, δίνοντας όμως ιδιαίτερη έμφαση στις παραβατικές συμπεριφορές. Σε πόλεις ή και σε επιχειρήσεις, για παράδειγμα, παρατηρείται το φαινόμενο της μίμησης, όπου οι υπάλληλοι που έχουν στενή επαφή ή αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, παρουσιάζουν τελικά όμοιες συμπεριφορές επανειλημμένα και σε υψηλή συχνότητα. Ως εκ τούτου, η θεωρία της μετάδοσης οδηγεί στο συμπέρασμα πως το έγκλημα είναι πιθανότερο να εξελιχθεί και να αναπτυχθεί σε περιοχές ή περιβάλλοντα που συχνά κατατάσσονται ως εγκληματογενή.
Μπορεί να συναντήσει κανείς τη θεωρία της μετάδοσης και στον τομέα της ασφάλειας, με όμοιο τρόπο, αφού συχνά παρουσιάζονται φαινόμενα μιμητισμού. Ανάμεσα στα μέλη του προσωπικού ασφαλείας, παρατηρείται η τάση υιοθέτησης τόσο ορθών όσο και λανθασμένων συμπεριφορών, πρακτικών και τακτικών. Οι συμπεριφορές υιοθετούνται ως αποτέλεσμα των μηνυμάτων που λαμβάνουν από τους γύρω τους, εντός του εργασιακού τους περιβάλλοντος, είτε από τους συναδέλφους τους είτε από τους ανωτέρους τους.
Μια αποτελεσματική θεωρία στη πράξη
Παρακλάδι της πιο πάνω θεωρίας είναι και η θεωρία των «σπασμένων παραθύρων» (Broken Window Theory), η οποία δημοσιεύθηκε το 1982 από τους πολιτικούς επιστήμονες James Q. Wilson και George L. Kelling και στη συνέχεια τέθηκε σε εφαρμογή, το 1993 στη Νέα Υόρκη από το δήμαρχο R. Guliani. Πρόκειται για τη θεωρία που συσχετίζει την υποβαθμισμένη εικόνα μιας περιοχής με την αύξηση της εγκληματικότητας. Η θεωρία αυτή, χρησιμοποιεί το παράδειγμα ενός σπασμένου παραθύρου σε ένα κτίριο, το οποίο, εάν δεν επισκευασθεί, θα οδηγήσει σε περαιτέρω αναστάτωση της περιοχής, προκαλώντας αύξηση εγκληματικών δραστηριοτήτων. Ουσιαστικά, ένα σπασμένο τζάμι το οποίο δε φροντίζει κανένας να το επιδιορθώσει στέλνει μηνύματα αδιαφορίας και αποδιοργάνωσης, παρουσιάζει συνθήκες ανομίας, από τις οποίες οι υποψήφιοι εγκληματίες έλκονται και κρίνουν την περιοχή ως πρόσφορο έδαφος για την πραγματοποίηση των παράτυπων ενεργειών τους. Η βάση της θεωρίας αναπτύσσεται γύρω από το γεγονός ότι αν τα μικρά προβλήματα που παρουσιάζονται παραμείνουν άλυτα, θα εξελιχθούν σε μεγαλύτερα και δισεπίλυτα προβλήματα.
Οι ιδρυτές της θεωρίας υποστηρίζουν ότι, μια περιοχή που παρουσιάζει σημάδια παρακμής, αποδιοργάνωσης και παραμέλησης, προκαλεί ολοένα περισσότερες και βαρύτερες παραβατικές συμπεριφορές, που αν δεν καταπολεμηθούν κατά την εμφάνισή τους, είναι βέβαιο ότι θα καταλήξουν σε αποκλίνουσες συμπεριφορές, εγκληματικές πράξεις, αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού και αύξηση της ανασφάλειας των πολιτών. Ερευνητικά και πειραματικά ευρήματα απέδειξαν ότι οι πιθανότητες να παρανομήσει κάποιος σε συνθήκες ελλιπούς τάξης και ανομίας αυξάνονται, όπως αυξάνεται αντιστοίχως και το έγκλημα. Ως μέθοδος αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, η θεωρία των σπασμένων παραθύρων αξιολογείται ως αρκετά αποτελεσματική.
Η φυσική και κοινωνική αποδιοργάνωση
Η θεωρία διακρίνει δύο τύπους αποδιοργάνωσης, τη φυσική και την κοινωνική. Η φυσική αποδιοργάνωση εστιάζει στις συνθήκες που επικρατούν στους χώρους της περιοχής και αναφέρεται στη φυσική κατάσταση, ποιότητα και συντήρηση των κτηρίων και των υποδομών. Ο δεύτερος τύπος παρουσιάζει την κοινωνική αταξία που αναφέρεται στην ανθρώπινη παρουσία και συμπεριφορά στους συγκεκριμένους χώρους, ιδιαίτερα στην παρουσία παραβατικών προσώπων που εμφανίζουν απρόβλεπτη, αντικοινωνική ή αντισυμβατική συμπεριφορά.
Στην πράξη, η πιο πάνω θεωρία μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι σε επίπεδο κοινότητας/επιχείρησης, οι αρμόδιοι οφείλουν να επεμβαίνουν άμεσα, να «επιδιορθώνουν τα σπασμένα παράθυρα» ή άλλα προβλήματα που παρουσιάζονται, να επαναφέρουν άμεσα την τάξη και τον έλεγχο, ώστε να μειώνουν τις πιθανότητες δημιουργίας συνθηκών που προδιαθέτουν το έγκλημα. Συνεπώς, συμπεραίνεται ότι η διαταραχή και το έγκλημα είναι συνήθως αναπόσπαστα συνδεδεμένα.
Η εφαρμογή της θεωρίας στο τομέα της ασφάλειας
Παραδοσιακά, η θεωρία αυτή γράφτηκε με σκοπό να εξηγήσει πως η αδιαφορία σε αστικό επίπεδο παρουσιάζεται με την ύπαρξη βανδαλισμού, την παρουσία άστεγων προσώπων, τα γκράφιτι στους τοίχους και στα κτήρια, τα σκουπίδια στους δρόμους, την περιφορά αλητών και περιπλανωμένων. Σε επίπεδο επιχείρησης, η κακή συντήρηση ενός κτιρίου, η ανεπαρκής επιτήρηση των υπαλλήλων, η τάση παρουσίασης του φαινομένου των μικροκλοπών, το χαμηλό επαγγελματικό ήθος, η ανεπαρκής καθαριότητα, τα προβλήματα σε θέματα υγείας και ασφάλειας, η αντιεπαγγελματική συμπεριφορά και η αναποτελεσματική εξυπηρέτηση πελατών, δύναται να εκληφθούν ως πρόσκληση για εγκληματική συμπεριφορά.
Στον τομέα της ασφάλειας, τα «σπασμένα παράθυρα» αφορούν οτιδήποτε αλλοιώνει την εικόνα του επαγγέλματος, όπως για παράδειγμα το ακατάλληλο περιβάλλον εργασίας, η αντιεπαγγελματική ένδυση, οι δυσαρεστημένοι υπάλληλοι, η παροχή ανεπαρκούς/ ακατάλληλου εξοπλισμού και η υπολειτουργία λόγω ανεπαρκές προσωπικού.
Οι συνθήκες αυτές είναι επιζήμιες για τον τομέα ασφαλείας και δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο αφού συχνά οδηγούν στη νωχέλεια, στην αδιαφορία, στην ανυπακοή στους κανόνες και κανονισμούς και γενικά στην εξουδετέρωση οποιασδήποτε επαγγελματικής υπευθυνότητας, επάρκειας και ακεραιότητας.
Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι μέρος της δουλειάς του προσωπικού ασφαλείας είναι να εντοπίζει και να αναφέρει προβλήματα. Εάν δεν υπάρχει το κατάλληλο και ανάλογο επαγγελματικό ενδιαφέρον, τότε ο φύλακας δε θα προχωρήσει σε καμιά από αυτές τις ενέργειες. Η πρόληψη και η έμφαση στη λεπτομέρεια, λύνοντας άμεσα ακόμη και το πιο μικρό πρόβλημα, θα επιτρέψουν να δημιουργηθεί η εικόνα στο προσωπικό ασφαλείας ότι το επάγγελμα που ασκεί είναι σημαντικό και η συμβολή του στην καταπολέμηση του εγκλήματος απαραίτητη. Μέσω της άμεσης επιδιόρθωσης των «σπασμένων παραθύρων» στον τομέα της ασφάλειας, σκοπός είναι να αυξηθεί το επίπεδο του επαγγελματισμού, να αναπτυχθεί το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών καθώς και να επιτευχθεί η μείωση του εγκλήματος.
Συμπεραίνεται ότι τα κοινωνικά πρότυπα συχνά προσδιορίζουν τη δημόσια συμπεριφορά ενός ατόμου και συγκεκριμένα ενός υπαλλήλου. Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι ένα περιποιημένο και καλοδιατηρημένο περιβάλλον οδηγεί στην υπακοή και σεβασμό στους τυπικούς κανόνες και πρωτόκολλα καθώς επίσης και στη σταθερή εφαρμογή τους, αφού εκπέμπει το μήνυμα ότι υπάρχει συστηματική παρακολούθηση. Αντίθετα, ένα υποβαθμισμένο και αποδιοργανωμένο περιβάλλον, εκπέμπει το ακριβώς αντίθετο μήνυμα, ότι δηλαδή απουσιάζει ο κοινωνικός και κρατικός έλεγχος.
Η θεωρία των σπασμένων παραθύρων, λοιπόν, αποτελεί ένα πυλώνα βάσει του οποίου δομείται ένα σύστημα που ωθεί τη συνεργασία και τη συμβολή όλων των μελών της εκάστοτε κοινότητας στην αντιμετώπιση και πρόληψη του εγκλήματος και της παραβατικής συμπεριφοράς μέσω της παρέμβασης, σε επίπεδο πρόληψης όσο και διόρθωσης.
Η «θεωρία των σπασμένων παραθύρων» άσκησε σημαντική επιρροή τόσο στην εγκληματολογία και στην αντεγκληματική πολιτική όσο και στα θέματα δημόσιας αλλά και ιδιωτικής ασφάλεια. Η απλότητα της θεωρίας βρίσκεται στο μήνυμα που μεταφέρει, ότι δηλαδή καμία παραβατική ή εγκληματική συμπεριφορά δε θα γίνει ανεκτή και ότι θα υπάρχουν συνέπειες για όλους όσους παραβαίνουν τον νόμο. Περαιτέρω, η θεωρία αυτή παρουσιάζει ευελιξία αφού μπορεί να εφαρμοστεί σε διαφορετικές περιπτώσεις. Διατηρώντας ένα περιβάλλον καθαρό, οργανωμένο και συνάμα ελεγμένο, εμπεδώνεται ένα αίσθημα ασφάλειας και κατά συνέπεια, συμβάλει στη μείωση του εγκλήματος.