Ο super "Μεγάλος Αδελφός" στα χέρια της EYΠ
Μετά από πολλές και έντονες διαπραγματεύσεις και κυρίως έπειτα από τις συνεχείς πιέσεις των διεθνών αρχών καταπολέμησης της εγκληματικότητας και τρομοκρατίας, η ΕΥΠ προχώρησε τελικά στην αγορά ενός υπερσυστήματος παρακολούθησης κάθε μορφής επικοινωνίας, η λειτουργία του οποίου αναμένεται να πυροδοτήσει εκ νέου συζητήσεις, σχετικά με το τεράστιο θέμα των νόμιμων συνακροάσεων.
Ένα υπερσύστημα παρακολούθησης μέχρι και 5000 με 6000 κινητών τηλεφώνων, SMS, e-mail και άλλων ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, θα διαθέτει από αυτό το καλοκαίρι η ΕΥΠ.
Το σύστημα αυτό, που αποκτήθηκε από την ΕΥΠ ύστερα από τριετείς διαπραγματεύσεις, θα διασυνδέεται με τα συστήματα νομίμων συνακροάσεων τριών εταιρειών κινητής τηλεφωνίας με τον ΟΤΕ, αλλά και με παρόχους του Ίντερνετ. Παράλληλα, θα καταγράφει δεκάδες χιλιάδες τηλεφωνικές κλήσεις καθημερινά, αλλά και χρήσεις μεγάλου τμήματος δεδομένων του Διαδικτύου.
Η απόκτηση επιτεύχθηκε έπειτα από μια σειρά επιπλοκών και προβλημάτων, κυρίως μετά το μεγάλο σκάνδαλο των υποκλοπών. Στις διαπραγματεύσεις συμμετείχε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης κος Βύρωνας Πολύδωρας και άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες της Λεωφόρου Κατεχάκη. Παρόμοιο σύστημα αναμένεται να αποκτήσει τους επόμενους μήνες και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, όμως μέχρι τότε όλες οι υπηρεσίες της ΕΛΑΣ, αλλά βεβαίως και της ΕΥΠ, θα εξυπηρετούνται από το σύστημα των μυστικών υπηρεσιών. Πώς όμως αποκτήθηκε το σύστημα, ποιες παρακολουθήσεις θα πραγματοποιεί και τι προβλήματα μπορεί να παρουσιασθούν; Ποιος θα είναι ακριβώς ο «μεγάλος Έλληνας Αδελφός» και τι πρέπει να γνωρίζουν οι πολίτες- και κυρίως οι ασχολούμενοι με τον τομέα ασφαλείας;
Η πραγματικότητα στο εξωτερικό
Η Ελλάδα ίσως να ήταν μία από τις τελευταίες χώρες στον κόσμο, που αποκτά σύστημα παρακολούθησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, κάτι που θεωρείται αυτονόητο για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία κ.λπ. Στη Μεγάλη Βρετανία ή στη Γερμανία, οι παρακολουθήσεις των περιεχομένων συνομιλιών μέσω κινητής τηλεφωνίας για υπόπτους εγκληματικών και τρομοκρατικών ενεργειών, είναι πάγια τακτική τα τελευταία 15 χρόνια. Σε αυτές τις χώρες θεωρείται αδιανόητο να δοθεί άδεια λειτουργίας σε εταιρείες κινητής τηλεφωνίας ή σε παρόχους του Ίντερνετ, χωρίς να υπάρχει προηγούμενη συγκατάθεσή τους για να δίνουν προϊόντα παρακολουθήσεων στις αρχές ασφαλείας των χωρών τους ή σε μυστικές υπηρεσίες. Μάλιστα, στις υπόλοιπες χώρες οι έρευνες για τη διαλεύκανση εγκληματικών ενεργειών και όχι μόνο, σε ένα ποσοστό 70-80% αφορά τις παρακολουθήσεις των επικοινωνιών των υπόπτων και σε πολύ μικρότερο ποσοστό φυσικές παρακολουθήσεις ή άλλες πράξεις. Κάθε δικογραφία που σχηματίζεται, ακόμη και για μικρής έκτασης υποθέσεις, αποτελείται από χιλιάδες σελίδες απομαγνητοφώνησης παρακολουθούμενων συνομιλιών, από σταθερά και κινητά τηλέφωνα. Οι ξένες διωκτικές αρχές διαθέτουν μάλιστα ειδικά συστήματα ανάλυσης των επικοινωνιών (I2 , Memmex κ.ο.κ.), τα οποία ταξινομούν τις κλήσεις και τα περιεχόμενα των συνομιλιών, ενώ εντοπίζουν -μέσα από λέξεις «κλειδιά»- τις επίμαχες λέξεις και φράσεις. Όμως αυτές οι μέθοδοι δημιουργούν προβληματισμό σε πολλούς ξένους αξιωματούχους, αφού όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν «..δεν είμαστε πλέον ερευνητές, αλλά .ακροατές. Αφήνουμε τα πάντα στις ακροάσεις κινητών τηλεφώνων και οι κακοποιοί ή οι τρομοκράτες δεν είναι αφελείς. Γνωρίζουν πλέον αυτές τις τεχνικές δυνατότητές μας και είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί. Έχουμε εγκαταλείψει πολλές από τις παραδοσιακές μεθόδους έρευνας ή τη δημιουργία δικτύου πληροφοριοδοτών κι ίσως αυτό μας κοστίσει».
Το χρονικό της εξέλιξης
Την τελευταία επταετία υπήρξαν αφόρητες πιέσεις προς την Ελλάδα, για την απόκτηση αυτού του συστήματος. Όμως υπήρχαν και ενστάσεις από νομικούς, αρχές προστασίας δεδομένων κι από άλλους φορείς. Έλληνες αξιωματούχοι βρίσκονταν συχνά υπόλογοι για τη μη εγκατάσταση του συστήματος, που δημιουργούσε καίριο πρόβλημα στη διεθνή συνεργασία για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Οι πιέσεις έγιναν αφόρητες πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, όταν οι ξένες διωκτικές αρχές και μυστικές υπηρεσίες – κυρίως η CIA, η Mossad, η ΜΙ-6, η Scotland Yard – ζητούσαν επίμονα να παρακολουθούνται κινητά τηλέφωνα και το διαδίκτυο. Μάλιστα, πολλοί λένε ότι αυτή η πίεση και η αδυναμία των ελληνικών αρχών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τους, οδήγησε τους ξένους και κυρίως τους Αμερικανούς να καταφύγουν στο πειρατικό δίκτυο με τους κοριούς στη Vodafone και τη δημιουργία του σκανδάλου των υποκλοπών. Τότε λοιπόν, ούτε η προμήθεια είχε προχωρήσει, ενώ ταυτόχρονα είχαν παρουσιασθεί και άλλα προβλήματα.
Τότε λοιπόν είχε στηθεί φράγμα στον ελληνικό "Μεγάλο Αδελφό" κυρίως από τις τρεις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, με προσφυγές τους στο Συμβούλιο Επικρατείας, αρνούμενες να προχωρήσουν στην παρακολούθηση των συνδιαλέξεων από κινητά τηλέφωνα, με επίκληση του μεγάλου κόστους λειτουργίας του σχετικού συστήματος.
Στις προσφυγές αυτές έχουν προχωρήσει οι εταιρείες "Vodafone", "Tim" και "Info- Quest", οι οποίες ζητούν ακύρωση του ΠΔ 47/2005 για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και για τη διασφάλισή του. Σε σχετική κίνηση δεν προχώρησε η εταιρεία Cosmote. Οι σχετικές αιτήσεις ορίστηκαν να συζητηθούν στο Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας, ενώ μέχρι σήμερα παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Οι τρεις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, είχαν στραφεί κατά των υπουργών Δημόσιας Τάξης, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Οικονομίας και Μεταφορών και ζητούσαν να μην αναλάβουν οι ίδιες το κόστος αγοράς, εγκατάστασης και λειτουργίας του συστήματος παρακολούθησης κινητών, όπως ορίζει ο σχετικός νόμος. Ωστόσο, οι τρεις εταιρείες στις προσφυγές τους, ορίζουν με διαφορετικά ποσά -από 500.000 έως 1.500.000 ευρώ- το κόστος αυτών των ειδικών συσκευών.
Όπως αναφέρεται στην αίτηση ακυρώσεως που συνέταξε στις 9 Μαΐου 2005 η εταιρεία "Tim" και εστάλη στις αρμόδιες αρχές στις 6 Ιουλίου 2005, «.η εταιρεία μας δεν διαθέτει τον απαιτούμενο εξοπλισμό και το λογισμικό για την άρση του απορρήτου και την παροχή στις αρμόδιες αρχές των στοιχείων επικοινωνίας και θα πρέπει να τον προμηθευθεί». Η εταιρεία ζήτησε κρατική οικονομική συμμετοχή σε αυτήν την προμήθεια, ενώ επεσήμαινε ότι θα υπάρξει περαιτέρω επιβάρυνσή της για τη λειτουργία σχετικού τμήματος, όπου θα παρακολουθούνται συνομιλίες από κινητά τηλέφωνα. Σε αντίστοιχες ενέργειες προχώρησαν στις 8 Μαΐου 2005 η εταιρεία "Vodafone", που ορίζει το σχετικό κόστος στα 500.000 ευρώ και στην ίδια ημερομηνία η εταιρεία "Info Quest", η οποία ορίζει την επιβάρυνσή της σε 1.500.000 ευρώ.
Χαρακτηριστικά και αξιοποίηση του συστήματος
Πολλοί λοιπόν εκτιμούν ότι μπορεί η ΕΥΠ να αποκτήσει και να εγκαταστήσει το σύστημα, όμως μπορεί να καθυστερήσει η λειτουργία του πολλούς μήνες, λόγω της κωλυσιεργίας των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, που δεν επιθυμούν να επιβαρύνει αυτές το κόστος λειτουργίας του συστήματος νομίμων συνακροάσεων. Όμως, στελέχη του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης εκτιμούν ότι σύντομα αυτό το πρόβλημα θα λυθεί. Επιπλέον, φαίνεται να υπάρχει κι άλλο πρόβλημα με την εγκατάσταση σχετικού συστήματος στο δίκτυο σταθερής τηλεφωνίας του ΟΤΕ. Και αυτό, γιατί το κόστος του συγκεκριμένου συστήματος φαίνεται να ανέρχεται σε περίπου 20 εκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο υπάρχουν διαβεβαιώσεις από τον ΟΤΕ προς την ΕΥΠ, ότι το σχετικό πρόβλημα θα λυθεί. Η δημιουργία του «δικτύου» νόμιμων συνακροάσεων μεταξύ των τηλεπικοινωνιακών παρόχων και των υπηρεσιών ασφαλείας, καλύπτεται νομικά τόσο από την Κοινοτική Οδηγία 24/2006, όσο και από το Προεδρικό Διάταγμα 47/2005, που ακολούθησαν τις αιματηρές βομβιστικές επιθέσεις σε Μαδρίτη και Λονδίνο. Μάλιστα, αν η Ελλάδα αργούσε κι άλλο να αποκτήσει και να εγκαταστήσει το σύστημα, τότε υπήρχε κίνδυνος κυρώσεων για την ΕΛΑΣ. Το σύστημα που θα εγκαταστήσει η ΕΥΠ περιλαμβάνει περίπου 5Ο ηλεκτρονικούς υπολογιστές και μεγάλο αριθμό καταγραφικών συσκευών, όπου θα αποθηκεύονται τα προϊόντα των υποκλοπών. Θα εγκατασταθεί στο 15 όροφο του κτιρίου της Λεωφόρου Κατεχάκη, που βρίσκονται τα επονομαζόμενα "κλειστά": δηλαδή, το ειδικό γραφείο παρακολούθησης τηλεπικοινωνιών (μέχρι τώρα μόνο σταθερών τηλεφώνων), το οποίο υπάγεται στη Γ΄ Διεύθυνση Αντικατασκοπίας της ΕΥΠ. Το σύστημα της ΕΥΠ θα συνδεθεί μέσω μισθωμένων γραμμών του ΟΤΕ, με τις τρεις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, αλλά και με ορισμένους παρόχους του ίντερνετ, για να καταγράφονται οι επικοινωνίες. Για αυτόν το λόγο, οι εταιρείες θα ενεργοποιήσουν – όταν κλείσει ο δικαστικός κύκλος των ενστάσεων και των οικονομικών απαιτήσεων -τα συστήματα νομίμων συνακροάσεών τους. Σε πρώτη φάση, το σύστημα θα παγιδεύει περίπου 700 σταθερά και κινητά τηλέφωνα και 100 λογαριασμούς Ίντερνετ, με δυνατότητα όμως άμεσης επέκτασης, σε πρώτη φάση, σε 1700 κινητά και σταθερά τηλέφωνα και ακολούθως σε ακόμη περισσότερα. Η αποθήκευση των μαγνητοφωνημένων συνομιλιών θα διαρκεί 1-2 μήνες, προκειμένου να αξιοποιηθούν και να ανακληθούν -σε περίπτωση μάλιστα που ενταχθούν ως αποδεικτικό στοιχείο σε δικογραφία. Το σύστημα θα έχει τη δυνατότητα παρακολούθησης και καταγραφής, εκτός των συνομιλιών, των SMS, ΜΜS, του γεωγραφικού στίγματος του χρήστη του κινητού τηλεφώνου, των e-mail, των προσβάσεών του στα sites του Ίντερνετ κ.ο.κ.
Υπάρχουν όμως και ορισμένα σημαντικά προβλήματα, αφού θα υπάρχει δυνατότητα καταγραφής στοιχείων από ορισμένους μόνο παρόχους- και συγκεκριμένα, από ένα μικρό τμήμα τους. Αυτό σημαίνει δηλαδή, πρακτικά, ότι ένας μεγάλος αριθμός e-mail -από τους υπολειπόμενους παρόχους του Ίντερνετ- δεν θα μπορεί να παρακολουθούνται. Επιπλέον, σύμφωνα με ορισμένους τεχνικούς, το σύστημα θεωρείται «προηγούμενης γενιάς» σε σχέση με αυτά που χρησιμοποιούν πλέον οι ξένες διωκτικές υπηρεσίες. Κι έτσι -σύμφωνα με τις απόψεις- σύντομα θα είναι «αναποτελεσματικό». Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το σύστημα δεν θα έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τα chat rooms στο Ίντερνετ ή το σύστημα φωνητικών συνομιλιών μέσω του διαδικτύου. Δηλαδή των σύγχρονων μορφών επικοινωνίας, που χρησιμοποιούν εγκληματίες, τρομοκράτες κ.λπ.
Η προμήθεια του συστήματος ήταν περιπετειώδης. Συμμετείχαν οι έγκριτες εταιρείες ATIS, SYBORG, NICE και ΕΤΙ, ενώ πριν από δύο χρόνια εκδηλώθηκε ενδιαφέρον και της εταιρείας SIEMENS. Ολιγομελής Επιτροπή της ΕΥΠ πραγματοποίησε σειρά ταξιδιών στη Δανία, στη Γερμανία, στο Ισραήλ κι αλλού, για να ελέγξει τις τεχνικές προδιαγραφές των σχετικών συστημάτων. Υπήρξαν πολλές ενστάσεις και παρατηρήθηκε γενική εμπλοκή την άνοιξη του 2006, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών. Όμως, με απόλυτη μυστικότητα, τους τελευταίους μήνες η διαδικασία της προμήθειας ενεργοποιήθηκε. Τελικώς, το σύστημα παρακολούθησης επικοινωνιών της ΕΥΠ αγοράστηκε από τη γερμανική εταιρεία "Syborg΄΄. Σύμφωνα με αναφορές, στην εταιρεία υπάρχει και μεγάλη συμμετοχή εταιρειών ισραηλινών συμφερόντων. Μάλιστα, έχουν διατυπωθεί φόβοι για τη στεγανότητα του συστήματος, που συνολικά κόστισε 3.375.000 ευρώ, ενώ θα έχει εγγύηση οκτώ χρόνων.
Σύμφωνα με την επίσημη διαβεβαίωση, για να δοθεί εντολή παρακολούθησης των επικοινωνιών ενός υπόπτου, θα απαιτείται άδεια του εισαγγελέα, ενώ θα υπάρχει ενημέρωση της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών. Το επόμενο χρονικό διάστημα αναμένεται να έλθουν στην Ελλάδα τεχνικοί της γερμανικής εταιρείας, που θα εκπαιδεύσουν τουλάχιστον 50 υπαλλήλους της ΕΥΠ στη χρήση του συστήματος. Σημειώνεται τέλος, ότι ήδη προωθείται η αγορά παρόμοιου συστήματος από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία της ΕΛΑΣ.