Η αντιεγκληματική πολιτική πρέπει να είναι μία μορφή κοινωνικής πολιτικής:
Συνέντευξη με τον κο Αντώνη Μαγγανά, Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Το τοπίο της εγκληματικότητας σήμερα, η αίσθηση της κοινωνίας για όσα συμβαίνουν, ο ρόλος της αστυνομίας και της δικαιοσύνης όπως και η αντιεγκληματική πολιτική είναι τα βασικά θέματα που αναλύει σε συνέντευξη που μας παραχώρησε ο Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αντώνης Μαγγανάς.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. αλλά και τις αναφορές των ΜΜΕ, έχει περάσει στην κοινωνία ότι υπάρχει μια ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας. Κατά τη δική σας γνώμη, κατά πόσο αυτή η διαπίστωση ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα;
Εδώ υπάρχει ένας παράγοντας που είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε. Η εγκληματικότητα που τελείται από αλλοδαπούς ή παράνομους μετανάστες είναι δυσανάλογα μεγάλη, με συνέπεια όταν την αφαιρέσουμε από τη συνολική εγκληματικότητα, αυτή που παραμένει να είναι σε φυσιολογικά επίπεδα σε σύγκριση και με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης. Επίσης, ενώ μετά το 2000 τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης αρχίζουν να παρουσιάζουν μια κάμψη στην εγκληματικότητα, στην Ελλάδα αντίθετα υπάρχει αύξηση. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πρέπει να εναντιωθούμε απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, μιας και στο παρελθόν πολλούς από αυτούς εμείς τους ζητήσαμε να έρθουν και τους είχαμε ανάγκη. Από εκεί και πέρα όμως, μια λανθασμένη μεταναστευτική πολιτική οδήγησε σε αυτό το χάος που υπάρχει σήμερα και που με τη σειρά του οδήγησε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Η βάση λοιπόν για την αύξηση της εγκληματικότητας είναι το φαινόμενο αυτό με πολλαπλές συνέπειες, που μάλιστα έχει παρασύρει και την ημεδαπή εγκληματικότητα.
Αυτό που παρατηρείται επίσης είναι μια μετατόπιση των στόχων της δράσης των εγκληματιών από τις μεγάλες επιχειρήσεις σε μικρές επιχειρήσεις, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα περιστατικά ληστειών χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη βιαιότητα. Πού κατά τη γνώμη σας οφείλεται το φαινόμενο αυτό;
Αυτό ήταν αναμενόμενο από τη στιγμή που οι μεγάλοι στόχοι πλέον φυλάσσονται καλύτερα και διαθέτουν καλύτερη υλικοτεχνική υποδομή ασφάλειας. Επομένως, η εγκληματικότητα μετατοπίζεται προς στόχους που θεωρούνται λιγότερο προστατευμένοι. Αναφορικά με την αύξηση της βιαιότητας που επισημαίνετε, αυτή οφείλεται σε δύο παράγοντες. Καταρχήν στην ευκολία απόκτησης και – κατ’ επέκταση – χρήσης των πυροβόλων όπλων, που δεν υπήρχε σε τόσο μεγάλο βαθμό πριν μερικά χρόνια. Ένας δεύτερος παράγοντας είναι ότι σήμερα ολοένα και περισσότεροι νέοι προσφεύγουν στη βία για να τελέσουν παράνομες πράξεις και ενώ παλαιότερα λέγαμε ότι το επιστέγασμα της «καριέρας» ενός παραβατικού ήταν η ληστεία έπειτα από κλοπές ή διαρρήξεις, σήμερα πολλά άτομα μικρής ηλικίας ξεκινούν τη δράση τους με ληστείες και πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο. ¶ρα μειώνεται η ηλικία όσων τελούν εγκληματικές πράξεις, αλλά αυξάνεται σε βιαιότητα. Επίσης στα πλαίσια της κρίσης των αξιών που παρατηρείται, η ανθρώπινη ζωή θεωρείται αμελητέα ποσότητα όπως σε ένα video game, όπως αυτά όπου οι νέοι σκοτώνουν σε ένα εικονικό περιβάλλον χιλιάδες ανθρώπους.
Πώς η κοινωνία αφουγκράζεται το θέμα της εγκληματικότητας σήμερα;
Είναι αλήθεια ότι οι πολίτες νιώθουν περισσότερο ανασφαλείς και απροστάτευτοι με αποτέλεσμα να σκέφτονται έντονα την αυτοδικία;
Είναι αλήθεια ότι για πολλούς λόγους έχει αυξηθεί ο φόβος του εγκλήματος στην κοινωνία και είναι κάτι που εξετάζεται έντονα το τελευταίο διάστημα από την εγκληματολογία. Αυτό οφείλεται σε ένα βαθμό και στην επίδραση που έχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην κοινή γνώμη, τα οποία παρουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό και πολλές φορές με υπερβολικό τρόπο τα σοβαρά εγκλήματα βίας, με αποτέλεσμα ο κόσμος να επηρεάζεται έντονα και να θεωρεί πως αυτή είναι η καθημερινή εγκληματικότητα – κάτι που δεν ισχύει.
Το φαινόμενο της αυτοδικίας εμφανίζονταν πάντα σε όλες τις κοινωνίες και είναι και σήμερα υπαρκτό. Είναι στην ανθρώπινη φύση όταν κάποιος ή η οικογένειά του πέσει θύμα ενός εγκλήματος, να θέλει να αντιδράσει αυθόρμητα, άμεσα και μερικές φορές εν θερμώ προκειμένου να τιμωρήσει ο ίδιος αυτόν που του έκανε κακό. Ιδιαίτερα όμως επικίνδυνο είναι ακόμα το φαινόμενο που παρατηρείται να οργανώνονται ομάδες πολιτών και με πρόσχημα να υπερασπίσουν περιουσίες ή ανθρώπους προβαίνουν σε πράξεις επικίνδυνες, αφού λειτουργούν χωρίς κανόνες δράσης και χωρίς να ξέρουν ποια είναι τα όριά τους και ποια δύναμη να χρησιμοποιήσουν, όπως συμβαίνει με συγκροτημένες δυνάμεις ασφαλείας.
Η δικαιοσύνη και οι ποινές που επιβάλλονται – και που κάποιοι θεωρούν ότι δεν είναι αυστηρές, παίζουν ρόλο στην αύξηση της εγκληματικότητας;
Ανέκαθεν οι έρευνες δείχνουν ότι δεν παίζει τόσο ρόλο η αυστηρότητα των ποινών αλλά η βεβαιότητα της σύλληψης και άσκησης της ποινής. Από την άλλη πλευρά, η φυλακή ως χώρος σωφρονισμού έχει αποτύχει, αφού πλέον έχει γίνει ένα σχολείο του εγκλήματος όπου αναπτύσσονται σχέδια για τα επόμενα χτυπήματα που θα κάνουν οι καταδικασμένοι. Είναι καιρός σε πολλές περιπτώσεις να αρχίσει η πολιτεία να σκέφτεται τη θεσμοθέτηση εναλλακτικών ποινών σε ορισμένες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, κάποιος που συλλαμβάνεται να σπάει ή να καταστρέφει ένα κτήριο θα μπορούσε η πολιτεία να τον υποχρεώσει να επιδιορθώσει τις ζημιές που έκανε, να βάψει δηλαδή το κτήριο. Για να γίνουν όμως όλα αυτά, απαιτείται κάθε περίπτωση που φτάνει στα δικαστήρια να εξετάζεται ξεχωριστά, κάτι που θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολο λαμβάνοντας υπόψη τον τεράστιο φόρτο εργασίας των δικαστών. Πάντως είναι αλήθεια ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ορισμένα άτομα που είναι καταδικασμένα για εγκληματικές πράξεις βρίσκουν τρόπους λόγω μικρών ποινών ή άλλων δικονομικών μέσων, να βγαίνουν γρήγορα από τη φυλακή και να συνεχίζουν την εγκληματική τους δράση.
Από πού πρέπει να πηγάζει κατά τη γνώμη σας ο ρόλος της δημόσια δύναμης ασφάλειας; Για παράδειγμα, παρατηρείται ότι η δράση της αστυνομίας επηρεάζεται από τα ΜΜΕ και σπεύδει να δράσει μόνο όταν κάποιο ζήτημα απασχολεί την επικαιρότητα. Πώς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διάφοροι παράγοντες στη χάραξη αντιεγκληματικής πολιτικής;
Αυτό που αναφέρατε πριν, ονομάζεται συγκυριακή αντιεγκληματική πολιτική. Δηλαδή, όταν δημοσιοποιούνται κάποια εγκλήματα τότε εμφανίζεται η αστυνομία για κάποιο διάστημα σε συγκεκριμένες περιοχές και πιεσμένη από την κοινή γνώμη δρα συγκυριακά. Φυσικά όμως δεν αρκεί να είναι μόνο η αστυνομία που θα πρέπει να έχει την ευθύνη της όποιας αντιεγκληματικής πολιτικής εφαρμόζεται. Η αντιεγκληματική πολιτική είναι μία μορφή κοινωνικής πολιτικής που δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην πάταξη του εγκλήματος. Πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τα αίτια του εγκλήματος και παράλληλα να μεριμνά για τα θύματα και τις οικογένειές τους, αλλά και για τις οικογένειες των δραστών – και γενικότερα του κοινωνικού περίγυρου.
Πρέπει δηλαδή εκτός από την αστυνομία, σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν και άλλοι κοινωνικοί φορείς και να βασιστούμε σε ένα σύνολο μέτρων και υποδομών, τα οποία σε μεγάλο βαθμό λείπουν δυστυχώς από την Ελλάδα. Στην Ελλάδα δεν επενδύουμε σε αυτούς τους τομείς, παρά μόνο σε πράγματα εφήμερα και λάθος προτεραιότητες. Σε αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσε να βοηθήσει ένα ινστιτούτο αντιεγκληματικής πολιτικής, το οποίο δυστυχώς ακόμα δεν έχει γίνει.
Πολλοί αναδεικνύουν ένα δίλλημα μεταξύ μέτρων για πάταξη της εγκληματικότητας και παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων. Ποια είναι η γνώμη σας για το συγκεκριμένο θέμα;
Η σύγκρουση μεταξύ μιας αποτελεσματικής αντιεγκληματικής πολιτικής και του σεβασμού ατομικών δικαιωμάτων υπάρχει όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως και φαίνεται σε πολλές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Το να βρεθεί η χρυσή τομή δεν είναι εύκολο, αλλά ούτε και αδύνατο. Απαιτείται συνεχής προσπάθεια από όλους προκειμένου να υπάρξει μία ισορροπία μέσα από μια συγκροτημένη και σοβαρή χρήση των υλικοτεχνικών υποδομών ασφάλειας – όπως οι κάμερες – και την εφαρμογή πολιτικών που θα λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περίπτωσης.
Όσον αφορά στο θέμα της τρομοκρατίας, ποιες είναι οι προβλέψεις σας για τις εξελίξεις από εδώ και στο εξής; Με δεδομένο ότι παρατηρούμε πως πάντα καλύπτεται το κενό που δημιουργείται από τη σύλληψη οργανώσεων με αυτή τη δράση.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η προσφυγή στη βία δεν είναι λύση σε καμία περίπτωση. Είναι αλήθεια ότι πολλοί νέοι άνθρωποι νιώθουν αγανάκτηση για όσα συμβαίνουν, για την απραξία της πολιτείας στα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που υπάρχουν και συνεχώς διογκώνονται. Όμως η χρήση βίας δεν έχει λύσει ποτέ κανένα πρόβλημα. Η βία φέρνει βία και δημιουργείται ένα φαύλος κύκλος. Παρόλα αυτά στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες έχει δημιουργηθεί μία παράδοση σε αυτήν τη μορφή βίαιης αντίστασης κατά της εξουσίας και εφόσον δεν λύνονται σε βάθος τα αίτια που οδηγούν σε αυτή τη μορφή αντίδρασης, τότε δεν μπορούμε να ευελπιστούμε ότι θα λυθεί το θέμα για πάντα.