Η κοινωνιολογική προσέγγιση της διαφθοράς στην Αστυνομία
Για την εκδήλωση της διαφθοράς στην Αστυνομία, πέραν της ενεργούς ανάμιξης αστυνομικού προσωπικού απαιτείται σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις και η ενεργή εμπλοκή πολιτών. Είναι γνωστό ότι η διαφθορά στην Αστυνομία αποτελεί σήμερα αντικείμενο συνεχούς μελέτης και προβληματισμού, τόσο εντός των δομών των Αστυνομικών Σωμάτων όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο με την ενεργή συμμετοχή όλων των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών φορέων.
Βεβαίως η διαφθορά δεν ανέκυψε προσφάτως ως πρόβλημα της Αστυνομίας, αλλά αντιθέτως υπήρχε από συστάσεως και λειτουργίας κάθε Αστυνομικού Σώματος, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου και οπωσδήποτε θα συνεχίζει να υφίσταται και κυρίως να εξελίσσεται σύμφωνα με τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Αυτό όμως που ανέκυψε προσφάτως – και πιο συγκεκριμένα από το 1990 και εντεύθεν είναι η ποιοτική έκταση της διαφθοράς σε συνδυασμό με το βαθμό και το είδος που διαφέρει, αναλόγως του νομικού και πολιτικού πολιτισμού κάθε χώρας.
Παρά το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα δεν υφίσταται ένας ακριβής, ενιαίος και γενικά αποδεκτός εννοιολογικός προσδιορισμός της διαφθοράς στην Αστυνομία, η κοινή συνισταμένη των ποικίλων ερευνών στο διεθνή χώρο συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η διαφθορά, ως πράξη ή παράλειψη, στην Αστυνομία αποσκοπεί στον προσπορισμό χρηματικού ή άλλου οποιουδήποτε ωφελήματος υλικού ή μη, που σχετίζεται αμέσως ή εμμέσως με την αστυνομική ιδιότητα, το βαθμό-θέση, καθώς και τα καθήκοντα του Αστυνομικού. Συνεπώς, ο εννοιολογικός προσδιορισμός της διαφθοράς έχει διττή υπόσταση, δηλαδή, αποτελείται από το ποινικό μέρος με δεδομένο ότι κάθε πράξη (ή παράλειψη) διαφθοράς είναι ποινικώς κολάσιμη και από το ηθικό μέρος, δηλαδή η παραβίαση ενός δεοντολογικού-επαγγελματικού και ηθικού κώδικα, που επίσης τιμωρείται πειθαρχικά από το υπηρεσιακό κανονιστικό πλαίσιο, ενώ παράλληλα αυτή η ηθική-δεοντολογική παραβίαση τυγχάνει και της ευρύτερης ενδο-υπηρεσιακής και κοινωνικής απόρριψης.
Πέραν όμως της διττής υπόστασης της διαφθοράς στην Αστυνομία, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η τυπολογία της, η οποία, κοινωνιολογικά ερμηνευόμενη, αναδεικνύει σημαντικά στοιχεία μιας χαρακτηριστικής αστυνομικής υποκουλτούρας ή αλλιώς μιας μορφής υποπολιτισμού που αναπτύσσεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στο προσωπικό όλων ανεξαιρέτως των Αστυνομιών. Οι κοινωνιολογικές έρευνες σε αυτόν τον ευαίσθητο χώρο αποτυπώνουν τους εξής τύπους διαφθοράς στην Αστυνομία:
- Η εν γνώσει του Αστυνομικού αποδοχή δωρεών και παροχή διαφόρων υπηρεσιών, προς απόκτηση της εύνοιάς του (corruption of authority).
- Η δωροδοκία Αστυνομικού με σκοπό τη διαμεσολάβησή του για τακτοποίηση παράνομων διευθετήσεων (kickbacks).
- Η ευκαιριακή κλοπή εκ μέρους Αστυνομικού κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της υπηρεσίας του (opportunistic theft).
- Η δωροδοκία Αστυνομικού με σκοπό να προβεί σε παραλείψεις εκτέλεσης νομίμων πράξεων (shakedowns).
- Η εκ μέρους του Αστυνομικού προστασία παράνομων δραστηριοτήτων (police protection of illegal activities).
- Η δωροδοκία Αστυνομικού με σκοπό τη νόθευση ποινικών υποθέσεων και ερευνών (the fix).
- Η εκ μέρους του Αστυνομικού διάπραξη ποινικών αδικημάτων με σκοπό τον προσπορισμό υλικού ή άλλου οφέλους (police direct criminal activities).
- Οι παράτυπες (κατά παράβαση των υπηρεσιακών κανονισμών) εσωτερικής – υπηρεσιακής φύσεως διευθετήσεις μεταξύ Αστυνομικών (internal payoffs).
Όπως αναφέραμε παραπάνω, η τυπολογία της διαφθοράς στην Αστυνομία αναδεικνύει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία της αστυνομικής υποκουλτούρας, η οποία αποτελείται από ένα σύνολο στάσεων, αντιλήψεων, αξιών και συμπεριφορών που συνθέτουν έναν υπο-πολιτισμό και που εντέλει υιοθετείται από ένα μέρος του αστυνομικού προσωπικού. Εδώ έγκειται το σημείο – κλειδί της κοινωνιολογικής διάστασης του προβλήματος, καθόσον για την εκδήλωση της διαφθοράς στην Αστυνομία, πέραν της ενεργούς ανάμιξης αστυνομικού προσωπικού απαιτείται σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις και η ενεργή εμπλοκή πολιτών. Δηλαδή, μέλη του κοινωνικού συνόλου, απλοί πολίτες, φορείς, οργανώσεις κ.λπ. εμπλέκονται ενεργά σε πράξεις ή παραλείψεις διαφθοράς με δράστες Αστυνομικούς. Η διαφθορά στην Αστυνομία λοιπόν, αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο με σύνθετη διάσταση και πτυχές που σχετίζονται με κάθε τομέα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Η προσέγγιση αυτή μας οδηγεί στην ανάπτυξη μιας γενικότερης προβληματικής για το φαινόμενο της διαφθοράς στην Αστυνομία, η οποία αποδεδειγμένως αποτελεί ένα ελάχιστο μέρος του όλου, δηλαδή του κοινωνικού φαινομένου της διαφθοράς στο σύνολό του. Εξ ου και το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα έχει προσπαθήσει τα τελευταία χρόνια να ρυθμίσει νομοθετικά την πρόληψη και καταστολή του φαινομένου της διαφθοράς, τόσο στον ιδιωτικό χώρο όσο και στο δημόσιο χώρο, με διεθνείς συμβάσεις.
Έχοντας αναπτύξει τον εννοιολογικό προσδιορισμό και την τυπολογία της διαφθοράς στην Αστυνομία, θα αναλύσουμε στη συνέχεια τις γενεσιουργές αιτίες της διαφθοράς στην Αστυνομία και κυρίως, όπως προαναφέρθηκε, την ποιοτικά αυξητική πορεία της τα τελευταία χρόνια, σε όλες ανεξαιρέτως τις Αστυνομίες. Αναμφίβολα η αιτιολογία της διαφθοράς στην Αστυνομία δεν θα μπορούσε να επικεντρωθεί σε ένα και μόνο παράγοντα, δεδομένου ότι όπως ήδη επισημάνθηκε η διαφθορά στις τάξεις της Αστυνομίας είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που συνδέεται άμεσα με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Οι αξίες, οι αντιλήψεις, η λειτουργία των θεσμών, τα κοινωνικά πρότυπα, οι στάσεις και συμπεριφορές του κοινωνικού συνόλου, επηρεάζουν και επιδρούν καταλυτικά στο αστυνομικό προσωπικό, που άλλωστε αποτελεί μέρος του κοινωνικού συνόλου, αλλά και στη λειτουργία της Αστυνομίας. Κατά συνέπεια, ένα κοινωνικό σύνολο η λειτουργία του οποίου διέπεται από ένα σύστημα αξιών και αντιλήψεων που υπηρετούν τη διαφάνεια, την αντικειμενικότητα, την κοινωνική αλληλεγγύη, την κοινωνική συνοχή και γενικότερα τις αρχές της δημοκρατίας και της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, επηρεάζει ευμενώς και αντανακλά θετικά στον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του αστυνομικού προσωπικού, αλλά και γενικότερα στη λειτουργία των δομών του Αστυνομικού Σώματος. Αντιθέτως, μια κοινωνία στην οποία δυσλειτουργούν οι θεσμοί, παραβιάζονται ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, απουσιάζει η κοινωνική μέριμνα, επικρατεί αδιαφάνεια, διαπλοκή και υποκειμενικότητα, η Αστυνομία και το αστυνομικό προσωπικό επηρεάζονται αρνητικά και οι σχέσεις της Αστυνομίας με τους πολίτες και τους κοινωνικούς φορείς, διέπονται από κλίμα δυσπιστίας και έλλειψης εμπιστοσύνης. Σε ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον, αναμφίβολα προάγονται και δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για να εκδηλωθούν κρούσματα αστυνομικής διαφθοράς.
Πέρα όμως από το κοινωνικό περιβάλλον υπάρχει και το υπηρεσιακό, δηλαδή οι ίδιες οι δομές του Αστυνομικού Σώματος τις οποίες ο Αστυνομικός υπηρετεί αμέσως μόλις ολοκληρώσει τη βασική αστυνομική εκπαίδευσή του. Έχουμε ήδη προσεγγίσει το ζήτημα της αστυνομικής κουλτούρας ως ένα ζήτημα μείζονος σημασίας στη διαμόρφωση του συστήματος αξιών, στάσεων και συμπεριφορών του αστυνομικού προσωπικού. Κοινωνιολογικές έρευνες έχουν συνδέσει τα στοιχεία της αστυνομικής υποκουλτούρας με τη διαφθορά στις τάξεις της Αστυνομίας. Ως γενεσιουργές αιτίες έχουν επισημανθεί η αυξημένη πίεση, το άγχος, ο φόρτος εργασίας, η επικινδυνότητα και οι σκληρές συνθήκες συνεργασίας που οδηγούν τον Αστυνομικό στην εκδήλωση μορφών παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς.
Συμπερασματικά, η διαφθορά στην Αστυνομία συνδέεται άμεσα με το ευρύτερο κοινωνικό σύστημα αξιών και αντιλήψεων που επηρεάζουν καταλυτικά τις δομές λειτουργίας της Αστυνομίας και του προσωπικού της. Πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο που συνεχώς εξελίσσεται σε μορφή και έκταση, ακολουθώντας τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις. Η διεθνοποίηση του φαινομένου έχει ενταθεί από τη δεκαετία του ’90 και μετέπειτα λόγω των μεγάλων γεωπολιτικών αλλαγών που σημειώθηκαν στον Ευρωπαϊκό χώρο και βεβαίως με την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, υπηρεσιών, πραγμάτων και κεφαλαίου. Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επικοινωνιών αποτέλεσαν παράγοντες διευκόλυνσης της επέκτασης της διαφθοράς, ποσοτικά και ποιοτικά. Σημαντικά κρούσματα διαφθοράς συνδέονται άμεσα με σοβαρές μορφές οργανωμένου εγκλήματος, γεγονός που προβληματίζει όλες τις σύγχρονες Αστυνομίες και που κατά κύριο λόγο οδήγησε στη σύσταση ειδικών υπηρεσιών στο εσωτερικό των δομών των Αστυνομικών Σωμάτων, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του φαινόμενου. Τέλος, η αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς στην Αστυνομία, αποσπασματικά και κατά μεμονωμένο τρόπο, δεν είναι εφικτή αν δεν ενταχθεί σε ένα πλαίσιο εθνικής πολιτικής και στρατηγικής που θα απευθύνεται σε όλες τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα. Διότι η Αστυνομία, πέρα από την ιδιαιτερότητα της αποστολής της και του έργου της, δεν παύει να είναι μία υπηρεσία μεταξύ πολλών άλλων του δημόσιου τομέα και μάλιστα, στατιστικώς αποδεδειγμένα, με το μικρότερο αριθμό κρουσμάτων διαφθοράς.
Αστυνομικός Διευθυντής Ευάγγελος Στεργιούλης
Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου