Οι άγνωστες έρευνες του … “ελληνικού CSI”
Πως λειτουργούν τα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛΑΣ ; Πώς αξιοποιούνται οι δυνατότητες της νέας τράπεζας δεδομένων του DNA και του υποσυστήματος καταγραφής 5,5 εκατομμυρίων αποτυπωμάτων στις αναλύσεις για την εξιχνίαση εγκλημάτων;
Ρεπορτάζ Βασίλης Γ . Λαμπρόπουλος
Ένα νέο σύστημα καταγραφής 5,5 εκατομμυρίων αποτυπωμάτων, κόστους 5 εκ. ευρώ και ένα αμερικανικό «ρομπότ», κόστους περίπου 650.000 ευρώ, για την αυτόματη ανάλυση και αποθήκευση ως και 200 δειγμάτων DNA κάθε ημέρα θα αποτελούν σε λίγες εβδομάδες τα νέα αποκτήματα των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της ΕΛΑΣ . Το "ελληνικό CSI" – σε ένα υπερσύγχρονο πενταόροφο κτίριο συνολικής έκτασης περίπου 30.000 τετραγωνικών μέτρων στη λεωφόρο Αθηνών – με περισσότερους από 400 εξειδικευμένους αστυνομικούς, αποτελεί πλέον την αιχμή του «δόρατος» για την ΕΛΑΣ. Ουσιαστικά πρόκειται για την υπηρεσία, που προσφέρει – μαζί με τα τρία συστήματα υποκλοπών της ΕΥΠ και της Αστυνομίας – τα πλέον σημαντικά και εκμεταλλεύσιμα στοιχεία για την εξιχνίαση συνθέτων ή δισεπίλυτων υποθέσεων.
Τα Εγκληματολογικά Εργαστήρια της ΕΛΑΣ ασχολούνται ετησίως με περισσότερες από 20.000 – 22.000 υποθέσεις εκ των οποίων περίπου 100 έως 200, αφορούν έρευνες για την τρομοκρατία, 40 – 60 δολοφονίες και άλλες 500 – 900 υποθέσεις ληστειών. Ανάμεσα στα άλλα, διαθέτουν Αυτόματο Σύστημα Συγκριτικών Εξετάσεων Ιχνών, Καλύκων και Βολίδων, Αυτοματοποιημένο Σύστημα Αναγνώρισης Δακτυλικών Αποτυπωμάτων, Αυτόματο Σύστημα Αρχειοθέτησης Φωτογραφιών, Σύστημα Εξέτασης Φωνής και Ηχου, Σύστημα Εξέτασης Ψηφιακών Δεδομένων, Αναλυτή Αλληλουχιών Βάσεων DΝΑ τα οποία θα ενισχυθούν με τις προαναφερόμενες συσκευές που ουσιαστικά θα επιταχύνουν τις έρευνες της ΕΛΑΣ και θα δημιουργούν ένα στενό «τεχνικό» κι επιστημονικό κλοιό στους δράστες εγκληματικών ενεργειών.
Το "Security Manager" παρουσιάζει όλα τα στατιστικά στοιχεία από την εξαιρετικά σημαντική για τα θέματα ασφαλείας, δραστηριότητα των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της ΕΛΑΣ, μια υπηρεσία που μετατρέπεται σε «κεντρικό» πυλώνα στις έρευνες των διωκτικών και δικαστικών αρχών.
Εντοπισμός Αποτυπωμάτων
Ένα μεγάλο σημαντικό τμήμα των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων αφορά τον εντοπισμό των αποτυπωμάτων, που αποτελεί το κυρίαρχο ζήτημα στις έρευνες στην σκηνή του εγκλήματος. Και αυτό βεβαίως, παρά την εστίαση του ενδιαφέροντος των τεχνικών των διωκτικών αρχών στο παντού ανιχνεύσιμο DNA.
Έτσι λοιπόν, το 2014 τα Εγκληματολογικά Εργαστήρια της ΕΛΑΣ ασχολήθηκαν με 20.271 εξερευνήσεις (έναντι 22.555 το 2013) από τις οποίες οι 6085 αποδείχθηκαν θετικές ως προς τον εντοπισμό λανθανόντων αποτυπωμάτων (δηλαδή εκμεταλλεύσιμα αποτυπώματα στην σκηνή του εγκλήματος). Από αυτές τις υποθέσεις οι 45 αφορούσαν φόνους, οι 458 ληστείες, οι 106 έρευνες της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας (ΣΣ εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός που αφορούν προφανώς κι έρευνες που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί), 190 αναζητήσεις στοιχείων από τις έρευνες της Κρατικής Ασφάλειας (ασχολούνται κυρίως με την δράση αντιεξουσιαστών) δέκα περιπτώσεις αφορούσαν περιπτώσεις αρπαγών και απαγωγών. Ωστόσο, ο κύριος όγκος αναζητήσεων, της τάξης των 19.095 σχετικών ερευνών, αφορούσε περιπτώσεις κλοπών, διαρρήξεων και λοιπών υποθέσεων. Από τις συγκεκριμένες αναζητήσεις προσδιορίσθηκαν 2605 δράστες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανάλυσης της προέλευσης των δραστών.
Οι 1193 είναι Έλληνες, οι 543 από την Αλβανία, οι 269 από την Γεωργία, οι 77 από την Ρουμανία, οι 45 από την Βουλγαρία, οι 41 από την Παλαιστίνη, οι 38 από την Αλγερία, οι 31 από την Συρία κ.α.
Μέχρι τώρα στα Εγκληματολογικά Εργαστήρια χρησιμοποιούνταν το περιώνυμο ΑΣΑΔΑ, δηλαδή το Αυτόματο Σύστημα Αναγνώρισης Δακτυλικών Αποτυπωμάτων που είχε όμως περιορισμένη χωρητικότητα της τάξης των 550.000 δακτυλοσκοπικών δελτίων. Επιπλέον, υπήρχε πρόβλημα στις σημάνσεις ατόμων που εντοπίζονταν σε διάφορες ενέργειες της ΕΛΑΣ αφού η αποστολή των σχετικών στοιχείων καθυστερούσε -με email ή με φαξ από τις τοπικές υπηρεσίες – ενώ ο έλεγχος στις κεντρικές υπηρεσίες γινόταν «χειρωνακτικά». Τώρα όμως, τα Εγκληματολογικά Εργαστήρια μέσω του συστήματος της Κοινωνίας της Πληροφορίας θα αποκτήσουν ένα νέο σύστημα καταχώρησης και ανάλυσης αποτυπωμάτων χωρητικότητας 5.500.000 σχετικών δελτίων που θα συνδέεται με 200 σχετικά συστήματα καταχώρησης δεδομένων σε ισάριθμες υπηρεσίες όλης της Ελλάδας.
Όπως ανέφεραν αρμόδιοι αξιωματικοί "..αν υποθέσουμε ότι σε έναν τυχαίο αστυνομικό έλεγχο εντοπιζόταν μεταμφιεσμένος ο Χριστόδουλος Ξηρός και δεν αναγνωριζόταν. Οι αρμόδιοι αστυνομικοί θα του έπαιρναν αποτυπώματα, θα τα έστελναν με καθυστέρηση στο ΑΣΑΔΑ και το οποίο θα απαντούσε αργοπορημένα. Και αυτό γιατί το πιθανότερο θα ήταν οι αξιωματικοί που είχαν προσαγάγει τον συγκεκριμένο ύποπτο να μην ειδοποιούσαν για κατεπείγουσα αναζήτηση. Έτσι θα τον άφηναν ελεύθερο και όταν θα έπαιρναν την απάντηση από τον κεντρικό έλεγχο αποτυπωμάτων θα ήταν αργά. Τώρα όμως με το νέο σύστημα ηλεκτρονικής εφαρμογής Αναγνώρισης Πολιτών και τα 200 on line συστήματα, που θα διαθέτει θα γίνεται αυτομάτως ο έλεγχος και έτσι μέσα σε λίγα λεπτά οι αστυνομικοί θα πληροφορούνταν ότι είχαν στα χεριά τους τον Χριστόδουλο Ξηρό".
Εξέταση DNA
Όπως προαναφέρθηκε μία άλλη βασική πλευρά στη δραστηριότητα των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων είναι τα εργαστήρια εξέτασης του DNA, δηλαδή της Υποδιεύθυνσης Βιολογικών και Βιοχημικών Εξετάσεων & Αναλύσεων. Και αυτό, γιατί δείγματα εκμεταλλεύσιμου γενετικού υλικού μπορεί εύκολα να ανιχνευθούν σε έναν τόπο εγκλήματος (όχι μόνο με το σάλιο, το αίμα, τις τρίχες κλπ) αλλά ακόμη και αν ο δράστης ακουμπήσει τυχαία με ένα σημείο του σώματος του κάποιο αντικείμενο. Κάτι δηλαδή που δύσκολα μπορεί να αποφύγει όσο προσεκτικός κι αν είναι.
Την περίοδο 2013-2014 στα σχετικά εργαστήρια εισήχθησαν 7807 υποθέσεις , και έχουν πλήρως διερευνηθεί 4432. Σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές της ΕΛΑΣ σήμερα, η «τράπεζα» δεδομένων DNA των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων διαθέτει 13.400 σχετικά δείγματα από τα οποία ωστόσο, μόνο τα 630 είναι ταυτοποιημένα και αποδιδόμενα σε συγκεκριμένα άτομα. Τα υπόλοιπα 12770 είναι μη αποδιδόμενα, δηλαδή «ορφανά» και αναζητούν αντιστοίχηση. Ωστόσο, ώθηση αναμένεται να δώσει στις έρευνες για την κρίσιμη ανίχνευση και ανάλυση DNA η απόκτηση του συγκεκριμένου αμερικανικού ρομποτικού συστήματος, που πραγματοποιείται με τη μεσολάβηση του Κέντρου Μελετών Ασφαλείας (ΚΕΜΕΑ) .
Μέχρι προ μερικών ετών, η ανίχνευση και η ανάλυση του DNA μπορούσε να διαρκέσει ως και 15 ημέρες, με τους αρμόδιους αστυνομικούς που ερευνούσαν τη δράση κρίσιμων υποθέσεων να παίρνουν τα σχετικά αποτελέσματα με σημαντική καθυστέρηση. Τώρα όμως τα δεδομένα έχουν αλλάξει καθοριστικά. Για τον πλήρη προσδιορισμό, την ανίχνευση αλλά και την πιθανή ταυτοποίηση του DNA απαιτούνται σήμερα μόνο οκτώ ώρες από τη στιγμή που θα ληφθεί το σχετικό υλικό. Οποιοδήποτε εύρημα – όπλα, σφαίρες, χαρτιά κ.τ.λ. – εντοπίζεται σε έναν χώρο εγκλήματος ή σε μια γιάφκα πρώτα εξετάζονται για δείγματα DNA και αποτυπώματα και ύστερα αποστέλλονται για βαλλιστικούς, γραφολογικούς ελέγχους κ.τ.λ. Το ρομποτικό σύστημα που θα τεθεί σε λειτουργία και θα καταχωρεί περισσότερα από 200 δείγματα καθημερινώς θα διευκολύνει ιδιαίτερα σε μαζικούς ελέγχους DNA και σε άμεση, πλήρη εικόνα για τους δράστες των επιθέσεων, ενώ θα επεκταθεί και σε μικρότερου βεληνεκούς εγκληματικές ενέργειες όπως κλοπές, διαρρήξεις. Ωστόσο, στην περίπτωση λήψης δειγμάτων DNA υπάρχει μονίμως για την ΕΛΑΣ ένας προβληματισμός, αφού με βάση τον υπάρχοντα νόμο, θα πρέπει να λαμβάνονται δείγματα βιολογικού υλικού από όσους κατηγορούνται για κακουργήματα ή για πλημμελήματα που επισύρουν ένα συγκεκριμένο όριο φυλάκισης.
Κάθε χρόνο υπολογίζεται ότι εισάγονται για εξετάσεις δειγμάτων DNA περίπου 2.000-2.500 υποθέσεις. Υπάρχει όμως προβληματισμός των Αρχών για τη δημιουργία και την «έκταση» της τράπεζας δεδομένων DNA. Όπως λένε επιτελείς της ΕΛ.ΑΣ., «.κανονικά, με βάση τον υπάρχοντα νόμο, θα πρέπει να λαμβάνονται δείγματα βιολογικού υλικού από όσους κατηγορούνται για κακουργήματα ή για πλημμελήματα που επισύρουν ένα συγκεκριμένο όριο φυλάκισης. Εκεί όμως αναδεικνύεται ένα μικρό… οικονομικής φύσης πρόβλημα. Κάθε λήψη DNA και ο έλεγχος στα αντιδραστήρια κοστίζει περίπου 30 ευρώ. Οι υπεύθυνοι λοιπόν των Εργαστηρίων πολλές φορές δεν καταχωρούν κατηγορούμενους σε βαθμό κακουργήματος για απάτες, πλαστογραφίες, οικονομικά αδικήματα, όπου το ζήτημα λήψης -ελέγχου DNA είναι προφανώς χωρίς αντίκρισμα. Αντιθέτως, αναλύσεις DNA μπορεί να γίνει από κάποιον δράστη μικρού αδικήματος ή ακόμη και υπεύθυνου σοβαρού τροχαίου ατυχήματος αν κρίνεται ότι έχει την δυναμική ή τις διασυνδέσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε εγκληματικές ενέργειες.
Επεξεργασία οπτικού υλικού
Ένα από τα πλέον σημαντικά τμήματα των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων θεωρείται αυτό του Τμήματος Μεθοδικοτήτων – Φωτογραφικού που καταχωρούν τα δεδομένα από κάμερες και κυρίως το οπτικό υλικό από σημεία εγκλήματος. Η συγκεκριμένη έρευνα αποκτά ολοένα και περισσότερη σημασία σε εγκλήματα, ένοπλες επιθέσεις, επεισόδια κ.λ.π, αφού πλέον οι κάμερες πληθαίνουν, ενώ η χρήση κινητών τηλεφώνων αυξάνει εντυπωσιακά την πιθανότητα σε ένα περιστατικό, να υπάρχει κρίσιμο οπτικό υλικό. Επιπλέον, στο ίδιο Τμήμα υπάρχει και το Σύστημα Αρχειοθέτησης και Επίδειξης Φωτογραφιών στο οποίο έχουν καταχωρισθεί δεκάδες χιλιάδες φωτογραφίες -υπολογίζονται πάνω από 50.000 – υπόπτων με κριτήρια αναδίφησης τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους, τα σωματομετρικά στοιχεία τους αλλά και σημάδια ή τατουάζ που έχουν στο σώμα και στο πρόσωπό τους κι άλλες παραμέτρους. Συμφωνά με τα στοιχεία το 2014 υπήρξαν 1187 αιτήματα για αναγνωρίσεις αγνώστων δραστών, από όπου υπήρξαν 119 εξιχνιάσεις. Επιπλέον, υπήρξαν 42704 έλεγχοι – αξιολογήσεις από φακέλους σεσημασμένων, 3404 αναλύσεις βιντεοληπτικού υλικού και 4452 φωτογραφήσεις συμβάντων.
Έλεγχος ψηφιακών αρχείων και ηχητικών πειστηρίων
Ιδιαίτερα καθοριστικοί στις διερευνήσεις υποθέσεων, αποδεικνύονται και οι έλεγχοι του Τμήματος Ψηφιακών κι Ηχητικών Πειστηρίων. Ιδιαίτερα, οι έλεγχοι σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές που υπάρχουν πια σε κάθε σπίτι και υποκρύπτουν συνήθως σημαντικά στοιχεία, αλλά και οι έλεγχοι στις καταχωρήσεις (SMS, MMS, φωτογραφίες κλπ) σε κινητά τηλέφωνα που ανασύρονται – άσχετα αν οι κάτοχοι τους εχουν επιχειρήσει να διαγράψουν δεδομένα – θεωρούνται ζωτικής σημασίας σε πολλές έρευνες. Οι πρόσφατες έρευνες των υπολογιστών στις γιάφκες του Χριστόδουλου Ξηρού σε Ανάβυσσο και Λουτράκι, ανέδειξαν εκατοντάδες κρυπτογραφημένες επιστολές του με αντιεξουσιαστες και άλλο κρίσιμο υλικό. Ακόμη, στην περίπτωση της έρευνας για την δραστηριότητα μελών της «Χρυσής Αυγής» σειρά σημαντικών στοιχείων αντλήθηκαν από τις συσκευές των κινητών που βρέθηκαν στη κατοχή τους. Και αυτό γιατί τότε δεν ήταν υπό παρακολούθηση από το σύστημα νομίμων συνακροάσεων της ΕΛΑΣ ή της ΕΥΠ. Κάτι αντίστοιχο, έχει συμβεί και σε άλλες έρευνες που εντοπίζονται κινητά τηλέφωνα. Ακόμη, έρευνες γίνονται και σε ηχογραφημένες συνομιλίες, ταυτοποιήσεις φωνών κλπ. Έτσι, λοιπόν το 2014 το Τμήμα Ψηφιακών και Ηχητικών Πειστηρίων ασχολήθηκε με 642 υποθέσεις εξέτασης πειστηρίων υπολογιστικών συστημάτων (έναντι 471 το 2013), ενώ 79 έρευνες πραγματοποιήθηκαν από το Εργαστήριο Εξέτασης Φωνής και Ήχου. Το 2013 οι έρευνες από το ίδιο εργαστήριο ήσαν 60.
Βαλλιστικοί έλεγχοι και άλλες αναλύσεις
Ασφαλώς, μόνιμο ζητούμενο στα Εγκληματολογικά Εργαστήρια της ΕΛΑΣ είναι τα πορίσματα του Τμήματος Όπλων και Ιχνών Εργαλείων που προχώρα όχι μόνο στους κρίσιμους βαλλιστικούς ελέγχους, ταξινομεί και ταυτοποιεί κλειδιά αλλά μπορεί και να βρει σημαντικά στοιχεία ακόμη και από σύρματα και να τα συνδέει – από τις κοπές τους – με εργαλεία που βρίσκει σε άλλα σημεία. Έτσι λοιπόν, το 2014 το εν λόγω Τμήμα έκανε 1825 εξετάσεις πυροβόλων όπλων, έξι έρευνες κλειδιών κι εργαλείων, 319 υποθέσεις με επισημάνσεις αριθμού πλαισίων κινητήρων. Είναι ενδεικτικό ότι το σύνολο των πειστηρίων που εξετάστηκαν πέρσι από το συγκεκριμένο τμήμα είναι 30547!
Δεδομένης σημασίας θεωρούνται για την ΕΛΑΣ και τα πορίσματα του Τμήματος Χημικών και Φυσικών Εξετάσεων, που ασχολούνται από τις αναλύσεις εκρηκτικών κι εμπρηστικών μηχανισμών, μέχρι εντυπώματα από παπούτσια και λάστιχα αυτοκινήτων μέχρι και για ίνες υφάσματος, που μπορεί να βρεθούν στις σκηνές εγκλήματος. Έτσι, λοιπόν το 2014, το συγκεκριμένο Τμήμα των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων ασχολήθηκε με 83 εξετάσεις εντυπωμάτων πελμάτων υποδημάτων κι ελαστικών οχημάτων, 106 εξετάσεις εκρηκτικών μηχανισμών, 320 αυτοσχέδιων εμπρηστικών μηχανισμών, 120 περιπτώσεις καταλοίπων πυροβολισμών, 18 διερευνήσεις και αναλύσεις γυαλιών, πλαστικών υλών, συνθετικών υφανσιμων υλών και χρωμάτων. Ακόμη, το ίδιο τμήμα ασχολήθηκε και με 836 υποθέσεις εντοπισμού εξαρτησιογόνων ουσιών και φαρμάκων σε δείγματα αίματος κι ούρων.
Τέλος, σειρά εξετάσεων σε κρίσιμες υποθέσεις κυρίως απατών, πλαστογραφιών και άλλων, πραγματοποιεί το 5ο Τμήμα Εξετάσεων των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων που διαθέτει το Εργαστήριο Δικαστικής Γραφολογίας και το Εργαστήριο Πλαστότητας Εντύπων και Αξιών. Το πρώτο Εργαστήριο εντόπισε το 2014, 260 χειρόγραφα και δακτυλογραφημένα κείμενα. Το Εργαστήριο Πλαστότητας Εντύπων και Αξιών εξέτασε το 2014, 1694 έγγραφα – διαβατήρια, 54 επιταγές καθώς και 10688 χαρτονομίσματα ευρώ.