Εξοπλισμός ανίχνευσης ηλεκτρονικών υποκλοπών
Στο συγκεκριμένο άρθρο θα επιχειρήσαμε να καταγράψουμε τον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση υποκλοπών, ξεκινώντας από τις πιο απλές λύσεις και φθάνοντας μέχρι και τα πλέον εξελιγμένα συστήματα.
Δέκτες και Σαρωτές Συχνοτήτων
Ένα από τα βασικά εργαλεία ανίχνευσης είναι ο δέκτης συχνοτήτων ο οποίος κατά βάση είναι ένα ειδικό ραδιόφωνο, λαμβάνει δηλαδή ραδιοσυχνότητες. Ένας καλός δέκτης συχνοτήτων πρέπει να έχει πολύ υψηλή ευαισθησία και πολύ καλό διαχωρισμό συχνοτήτων, με δυνατότητα απόρριψης ανεπιθύμητων σημάτων που βρίσκονται κοντά στο υπό εξέταση σήμα.
Πρέπει επίσης να μπορεί να σαρώσει μεγάλο μέρος του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων. Είναι σημαντικό να μπορεί να αποδιαμορφώσει πλήθος τεχνικών διαμόρφωσης (ΑΜ, NFM, WFM, SSB) ώστε ο χειριστής να ακούει τι ακριβώς εκπέμπεται (στις αναλογικές εκπομπές). Με αντίστοιχο εξοπλισμό γίνεται και η σάρωση για ασύρματες κάμερες, αποδιαμορφώνοντας εκπομπές τύπου AM-TV και FM-TV. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η χρήση της κατάλληλης κεραίας για κάθε περιοχή συχνοτήτων υπό ανάλυση. Τα περισσότερα μοντέλα προσφέρουν και ταχύτατη αυτόματη σάρωση των περιοχών, σταματώντας κάθε φορά που εντοπίζουν κάποια εκπομπή, οπότε στην περίπτωση αυτή ονομάζονται σαρωτές (scanners). Ακόμα πιο εξελιγμένα μοντέλα σαρωτών ελέγχονται από υπολογιστή και σαρώνουν ταχύτατα το φάσμα ώστε να μπορούν να καταγράψουν ακόμα και πολύ σύντομες εκπομπές, πλησιάζοντας σε λειτουργικότητα τους αναλυτές φάσματος που θα περιγράψουμε αμέσως παρακάτω.
Σε κάθε περίπτωση ο χειριστής θα σαρώσει όσο το δυνατόν περισσότερο μέρος του φάσματος και θα εξετάσει όλα τα ύποπτα σήματα, αποκλείοντας τις εκπομπές που μπορεί να προέρχονται από σταθμούς, ράδιο-ταξί, σώματα ασφαλείας, ασύρματα τηλέφωνα, ασύρματα δίκτυα και κάθε άλλη νόμιμη διάταξη εκπομπής. Η διαδικασία είναι ιδιαίτερα επίπονη και χρονοβόρα, καθώς ανάλογα με την περιοχή μπορεί να εντοπιστούν εκατοντάδες σήματα που θα πρέπει να ταξινομηθούν και εξετασθούν, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να αποτελούν εκπομπή-προϊόν υποκλοπής.
Αναλυτές Φάσματος
Ανεβαίνοντας σε κόστος, ο αναλυτής φάσματος (Spectrum Analyzer) είναι ένας συντονιζόμενος δέκτης που σαρώνει μεγάλες περιοχές συχνοτήτων και παρέχει οπτική απεικόνιση της ισχύος των ραδιοσυχνοτήτων που ανιχνεύει. Στην οθόνη του, στον οριζόντιο άξονα εμφανίζεται η συχνότητα του σήματος και στον κατακόρυφο η ισχύς του, σημειώνοντας έτσι το αποτύπωμα εκπομπών στη συγκεκριμένη περιοχή. Απεικονίζοντας αναλυτικά τη ραδιο-δραστηριότητα στο φάσμα, βοηθάει το χειριστή να επιλέξει με μια ματιά περιοχές τις οποίες κατόπιν θα αναλύσει πιο προσεκτικά. Προφανώς ο χειριστής μπορεί να ρυθμίσει την κεντρική συχνότητα, την ευαισθησία, το εύρος ανίχνευσης κ.ο.κ. Εξάλλου ο αναλυτής είναι δυνατό να διαθέτει και κύκλωμα αποδιαμόρφωσης, οπότε εκτός από οπτική υπάρχει και ηχητική αναμετάδοση του σήματος. Ανάλογα με τις κυματομορφές που παρουσιάζονται, ο έμπειρος χειριστής είναι σε θέση να διακρίνει και τον τύπο διαμόρφωσης σε περίπτωση όπου εντοπίσει μία διάταξη εκπομπής. Πράγματι, μία διαμόρφωση σε ένα φορέα θα προκαλέσει αλλαγές στη μορφή του, στην εικόνα του αναλυτή. Βασικό πλεονέκτημα έναντι ενός απλού δέκτη αποτελεί ακριβώς το γεγονός ότι με την οπτική εξέταση μπορεί να ανιχνευθούν διαμορφώσεις που ο απλός δέκτης δεν μπορεί να αποδιαμορφώσει (π.χ. ψηφιακή διαμόρφωση) και τεχνικές όπως η μεταπήδηση συχνοτήτων (frequency hopping). Ένα βασικό σημείο που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι ο αναλυτής πρέπει να έχει επαρκή ευαισθησία για την ανίχνευση διατάξεων που εκπέμπουν σε πολύ χαμηλή ισχύ, διαφορετικά δεν θα είναι ικανός να τους ανιχνεύσει.
Ειδικά εξελιγμένοι αναλυτές φάσματος με το κατάλληλο λογισμικό συλλέγουν, ταξινομούν, αναλύουν, συσχετίζουν και εντοπίζουν (με χρήση ραδιογωνιόμετρων) πηγές ραδιοσυχνοτήτων με σχεδόν αυτόματο τρόπο. Επίσης μπορούν να διαχωρίσουν εκπομπές που βρίσκονται στην ίδια συχνότητα, π.χ. το ασθενές σήμα μιας κακόβουλης διάταξης, το οποίο υπερκαλύπτεται από μια εκπομπή τηλεοπτικού σήματος. Μπορούν επίσης να καταγράψουν σήμα σε ένα χώρο (υπόβαθρο) για πολλές ώρες και να εντοπίσουν αργότερα την παρουσία νέων και πιθανώς ύποπτων εκπομπών. Παράλληλα, αποδιαμορφώνουν δεκάδες είδη διαμορφώσεων, τόσο αναλογικών όσο και ψηφιακών. Το κόστος τους βέβαια είναι αντίστοιχο των δυνατοτήτων τους, φτάνοντας ακόμα και τα 100.000 Ευρώ.
Δέκτες Ευρείας Ζώνης
Οι δέκτες ευρείας ζώνης (Broadband receivers) σαρώνουν ολόκληρο το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων ταχύτατα, υπολογίζοντας τη μέση ενέργεια που περιλαμβάνεται σε αυτό, χωρίς όμως να ξεχωρίζουν επιμέρους συχνότητες. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να παρουσιάσουν μια άμεση ένδειξη παρουσίας διάταξης εκπομπής. Ορισμένα μοντέλα όπως αυτό της Εικόνας 7 διαθέτουν και ένα υποτυπώδες κύκλωμα αποδιαμόρφωσης, ώστε ο χειριστής να μπορεί να ακούσει την πιθανή εκπομπή. Βασικό πρόβλημα του εξοπλισμού αυτού είναι το γεγονός ότι ισχυρές εκπομπές από γειτονικούς νόμιμους πομπούς μπορούν να υπερκαλύψουν μία ασθενούς ισχύος ύποπτη εκπομπή. Η χρησιμότητά τους είναι επίσης περιορισμένη σε περίπτωση ψηφιακών εκπομπών, καθώς δεν μπορούν να τις αποδιαμορφώσουν.
Στους ανιχνευτές ευρείας ζώνης συχνά χρησιμοποιείται και η τεχνική της ανάδρασης ήχου. Αν βρεθεί αναλογική διάταξη εκπομπής κατά τη σάρωση, τότε ο δέκτης λαμβάνει τον ήχο, τον ενισχύει και επειδή αυτό με τη σειρά του επαναλαμβάνεται συνεχώς, προκαλεί ανάδραση που οδηγεί σε δυνατό συριγμό. Είναι ο ίδιος μηχανισμός με αυτόν που έχει παρατηρήσει ο αναγνώστης όταν στρέφει το μικρόφωνο σε ένα ηχείο. Η τεχνική αυτή συνήθως αποφεύγεται, διότι ο δυνατός αυτός ήχος προειδοποιεί τον κατάσκοπο ότι η διάταξή του βρέθηκε, ώστε να αντιδράσει κατάλληλα.
Φθηνές διατάξεις ανίχνευσης ραδιοσυχνοτήτων που διαφημίζονται ιδιαίτερα αποτελούν ένα είδος δέκτη ευρείας ζώνης, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πλησιάζουν τη χρησιμότητα των επαγγελματικών μηχανημάτων. Ο τρόπος λειτουργίας τους βασίζεται στην ανίχνευση ραδιοσυχνοτήτων – ηλεκτρομαγνητικού πεδίου με χρήση μιας διόδου στην οποία λαμβάνεται ολόκληρο το φάσμα και κατόπιν ενισχύεται και απεικονίζεται με οπτική ένδειξη led ή ακούγεται με ηχητικό βόμβο. Κάθε φορά που λαμβάνουν σήμα, ο χειριστής μειώνει την ευαισθησία και ξανασαρώνει την περιοχή όπου το εντόπισε. Μειώνοντας την ευαισθησία ο δέκτης πρέπει να βρεθεί πιο κοντά στον πομπό για να τον ανιχνεύσει. Έτσι με διαδοχικές σαρώσεις, φτάνοντας μέχρι και την πλήρη ελάττωση της ευαισθησίας και την αφαίρεση της κεραίας του δέκτη, εντοπίζεται το ακριβές σημείο εκπομπής σε απόσταση λίγων εκατοστών πλέον.
Δυστυχώς ο απλούστατος ηλεκτρονικός σχεδιασμός τους δεν επιτρέπει το διαχωρισμό των συχνοτήτων και έτσι σε μια περιοχή με έντονη ηλεκτρομαγνητική δραστηριότητα, όπως είναι όλες οι σύγχρονες πόλεις, κυριολεκτικά τρελαίνονται, βρίσκοντας σήμα σε κάθε γωνιά του υπό εξέταση χώρου. Αντίστοιχα, η μικρή ευαισθησία τους δεν τους επιτρέπει να διαχωρίσουν μια ύποπτη διάταξη της οποίας το σήμα υπερκαλύπτεται σε ισχύ από ένα άλλο νόμιμο σήμα (π.χ. ραδιοφώνου).
Παράλληλα, ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται σε μοντέλα που διαφημίζονται εκτενώς, καθώς στις επιδείξεις για την αγορά τους χρησιμοποιούνται διάφορες παραπλανητικές τεχνικές, π.χ. η υπό ανίχνευση διάταξη εκπομπής, όλως τυχαίως εκπέμπει στην περιοχή συχνοτήτων που ο ανιχνευτής έχει την καλύτερη ευαισθησία και έτσι τα αποτελέσματα φαίνονται εκπληκτικά, ενώ στην πράξη δεν είναι τόσο καλά.
Πεδιόμετρα
Σε πιο εξελιγμένη μορφή αλλά με την ίδια αρχή λειτουργίας, τη σάρωση δηλαδή όλου του φάσματος μονομιάς, βρίσκει κανείς τα πεδιόμετρα. Αυτά όχι μόνο εντοπίζουν πηγές ραδιοσυχνοτήτων αλλά μετράνε και την ισχύ τους, πράγμα ιδιαίτερα χρήσιμο για να αντιμετωπιστούν πιθανώς επικίνδυνες από πλευράς υγείας εκπομπές. Γενικώς έχουν καλύτερα ηλεκτρονικά κυκλώματα και είναι δυνατό να υπάρχει επιλογή των συχνοτήτων λειτουργίας τους, όμως και πάλι το βασικό μειονέκτημά τους είναι η έλλειψη συντονισμού σε συγκεκριμένες συχνότητες. Βασικό γνώρισμα της λειτουργίας τους είναι η πολύ μεγάλη ακρίβεια της μέτρησης ισχύος, η οποία και ανεβάζει το κόστος χωρίς να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στην έρευνα διατάξεων υποκλοπών.
Ανιχνευτές μη γραμμικών επαφών (NLJD – Non-Linear Junction Detectors)
Η αναπαράσταση που ίσως έχουν όλοι στο μυαλό όταν γίνεται λόγος για ανίχνευση υποκλοπών ανήκει στο συγκεκριμένο εξοπλισμό. Αυτό το βαρύ μηχάνημα (που θυμίζει και ανιχνευτή χρυσού) έχει ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων. Μπορεί να ανιχνεύσει κάθε ηλεκτρονική διάταξη υποκλοπής (που περιέχει διόδους, τρανζίστορ, ολοκληρωμένα κυκλώματα, πυκνωτικά μικρόφωνα και γενικώς ημιαγωγούς), ακόμα και αν δεν εκπέμπει ή έχει πάψει να λειτουργεί ή δεν τροφοδοτείται με ρεύμα τη συγκεκριμένη στιγμή της ανίχνευσης. Αυτό είναι δυνατό διότι δεν γίνεται ανίχνευση ενεργής εκπομπής αλλά ανίχνευση ύπαρξης επαφών (p-n) ημιαγωγών στερεάς κατάστασης. Ανιχνεύει δηλαδή τα φυσικά δομικά στοιχεία των ηλεκτρονικών διατάξεων.
Από τεχνικής πλευράς ο ανιχνευτής είναι ένας πομποδέκτης μικροκυματικών συχνοτήτων. Η κεφαλή του αποτελείται από μία κεραία (ή συνδυασμό δύο κεραιών) που εκπέμπει και κατόπιν λαμβάνει μικροκυματική ακτινοβολία. Το κύκλωμα λήψης είναι συντονισμένο όχι στη συχνότητα στην οποία γίνεται η εκπομπή, αλλά στις αρμονικές της (αρμονικές είναι οι πολλαπλάσιες συχνότητες μιας εκπομπής). Η αρχή λειτουργίας του βασίζεται στην παρατήρηση ότι μια ημιαγωγική διάταξη που περιέχει επαφές διαφορετικού τύπου (p-n) συντονίζεται παρουσία ραδιοσυχνοτήτων κατάλληλων μηκών κύματος (στην περιοχή των μικροκυμάτων) και έτσι εκπέμπει στη δεύτερη και τρίτη αρμονική συχνότητα εκείνης στην οποία υποβλήθηκε. Η ανίχνευση λοιπόν αρμονικών, υποδεικνύει την ύπαρξη κάποιας τέτοιας διάταξης σε ορισμένη απόσταση από την κεφαλή του ανιχνευτή, μέσα σε τοίχους, ψευδοροφές, άλλα αντικείμενα κ.ο.κ. Ο χειριστής ενημερώνεται παρακολουθώντας τις ενδείξεις ή με ακουστικό σήμα από ακουστικά.
Όπως συμβαίνει και με τον υπόλοιπο εξοπλισμό, έτσι και αυτό έχει ορισμένα μειονεκτήματα. Επαφές διαφορετικών υλικών όπως π.χ. διαφορετικών μετάλλων – καλωδίων μπορούν να δώσουν κάποια ψευδή ένδειξη. Επίσης η ισχύς εκπομπής τους είναι ανάλογη της επιτυχίας που μπορεί να έχουν στην ανίχνευση. Θωρακισμένες από τη μία πλευρά διατάξεις (όπως είναι συνήθως τα μικρόφωνα) ίσως διαφύγουν από την ανίχνευση. Η αύξηση της ισχύος δεν αποτελεί λύση, καθώς υπάρχουν όρια τόσο από πλευράς αποφυγής παρεμβολών όσο και για λόγους υγείας.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να αναφέρουμε το πολύ γνωστό παράδειγμα της Πρεσβείας των ΗΠΑ στη Μόσχα την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Κατά την κατασκευή του κτηρίου, στο τσιμέντο που χρησιμοποιήθηκε αναμίχθηκαν επίτηδες χιλιάδες δίοδοι. Όχι ως μέρος λειτουργικών ηλεκτρονικών διατάξεων, αλλά ως απλά εξαρτήματα. Με τον τρόπο αυτό μελλοντική προσπάθεια ανίχνευσης με χρήση ανιχνευτή μη γραμμικών διατάξεων, θα έδινε δεκάδες ψευδείς ενδείξεις σε κάθε σημείο (ανιχνεύοντας τις διόδους που είχαν εμφυτευθεί) καθιστώντας αδύνατο το διαχωρισμό και εντοπισμό κάποιας πραγματικά κακόβουλης διάταξης.
Φορητή διάταξη ακτίνων-Χ
Σε συνέχεια εύρεσης κάποιου ύποπτου στοιχείου από τον ανιχνευτή μη γραμμικών επαφών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια φορητή διάταξη ακτίνων Χ για την «ακτινογραφία» της ύποπτης διάταξης, η οποία δεν γίνεται να εξεταστεί με άλλο τρόπο. Το κόστος τους είναι αρκετά υψηλό, οπότε σε περιπτώσεις όπου πραγματικά είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο, μπορεί να καταφύγει κανείς στο μηχάνημα κάποιου επαγγελματία ιατρού – ακτινολόγου.
Θερμικές Κάμερες
Έχοντας αναφέρει τις ακτίνες-Χ, μια άλλη ενδιαφέρουσα λύση «ενδοσκόπησης» η οποία χρησιμοποιείται με μεγάλη επιτυχία εδώ και λίγα χρόνια και η οποία βοηθάει ακόμα και στην εύρεση διατάξεων που δεν εκπέμπουν απαραίτητα, είναι η θερμική κάμερα. Μια θερμική κάμερα μπορεί να ανιχνεύσει τις ανεπαίσθητες διαφορές θερμοκρασίας που δημιουργούνται κατά τη λειτουργία μιας ηλεκτρικής συσκευής (στην περίπτωσή μας, μιας διάταξης υποκλοπών). Υποδεικνύει έτσι την τοποθεσία κάποιου ύποπτου αντικειμένου, από το θερμικό του αποτύπωμα. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην ανίχνευση κρυμμένων διατάξεων μέσα σε άλλα αθώα αντικείμενα και ανάλογα με την ευαισθησία της είναι σε θέση να ανιχνεύσει ακόμα και ηλεκτρονικές διατάξεις που βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής και όχι εκπομπής.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ακολουθεί, από έρευνα υποκλοπών που έχει πραγματοποιήσει ο συγγραφέας για λογαριασμό βιομηχανίας. Στην Εικόνα 10 βλέπουμε τη θερμική φωτογραφία ενός κλιματιστικού. Το κλιματιστικό στο γραφείο του Διευθυντή ήταν εκτός λειτουργίας για πολύ καιρό λόγω βλάβης και χωρίς παροχή ρεύματος («πεσμένη» ασφάλεια πίνακα). Είναι ολοφάνερη στην Εικόνα η ύπαρξη κάποιας πηγής θερμότητας, που με την αποσυναρμολόγηση του κλιματιστικού αποκάλυψε κακόβουλη διάταξη με ικανή τροφοδοσία από πλήθος μπαταριών, λόγω του ευρύχωρου και φιλόξενου χώρου στον οποίο είχε τοποθετηθεί. Επειδή μάλιστα ήταν χειμώνας, ο δράστης θα προλάβαινε να αφαιρέσει τη διάταξη πριν φτάσει το καλοκαίρι, που ενδεχομένως κάποιο συνεργείο θα ερχόταν να επιδιορθώσει το κλιματιστικό. Αντίστοιχο παράδειγμα απεικονίζεται στην Εικόνα 11, όπου εκπέμπουσα μικροδιάταξη έχει τοποθετηθεί σε χαρτονένιο κουτί. Και πάλι το θερμικό της αποτύπωμα οδηγεί στον άμεσο εντοπισμό της.
Ανιχνευτές Υπερύθρων
Η θερμική κάμερα παρά το γεγονός ότι ανιχνεύει τη θερμότητα βάσει της εκπομπής στο υπέρυθρο, δεν μπορεί να εντοπίσει διατάξεις παρακολούθησης που εκπέμπουν υπέρυθρη ακτινοβολία (IR), επειδή οι τελευταίες χρησιμοποιούν άλλο φάσμα της υπέρυθρης ακτινοβολίας. Εντοπίζονται όμως εύκολα χρησιμοποιώντας μία CCD video camera από την οποία έχει αφαιρεθεί το φίλτρο υπερύθρων. Μπορεί αντίστοιχα να χρησιμοποιηθεί κάποια διάταξη νυκτερινής όρασης, αρκεί να τοποθετηθεί φίλτρο που θα αποκόπτει τις ορατές ακτινοβολίες και θα επιτρέπει τη διέλευση μόνο των υπερύθρων. Τέλος υπάρχουν και ειδικές κεφαλές που ενσωματώνονται στους ανιχνευτές συχνοτήτων, μετατοπίζοντας και «μεταφράζοντας» την υπέρυθρη ακτινοβολία στο φάσμα ραδιοσυχνοτήτων που λειτουργεί ο ανιχνευτής. Οι υποκλοπές με εκπομπή υπέρυθρης ακτινοβολίας χρειάζονται οπτική επαφή με τον υποκλοπέα, άρα θα πρέπει να είναι στραμμένες προς κάποιο παράθυρο.
Όργανο οπτικής ανίχνευσης φακών καμερών
Περνώντας στον τομέα της «εικόνας», για την ανίχνευση κρυφής κάμερας εκτός από δέκτη συχνοτήτων όπως αναφέρθηκε πριν, χρησιμοποιείται ένα απλούστατο και φθηνό όργανο που εκμεταλλεύεται τις βασικές αρχές της οπτικής (ανάκλαση). Μία δίοδος laser σημαδεύει το χώρο και, αν βρεθεί κάποιος φακός κάμερας, ο χειριστής βλέπει το ανακλώμενο σήμα μέσα από μια οθόνη με αντίστοιχο φίλτρο. Προφανώς η δέσμη laser ανακλάται και σε οποιαδήποτε άλλη ανακλαστική επιφάνεια, οπότε θα πρέπει να γίνεται αναλυτικός έλεγχος όλων των ευρημάτων.
Ανίχνευση τηλεπικοινωνιακών υποκλοπών
Ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός αποτελεί φυσικά αγαπημένο στόχο των απανταχού κατασκόπων. Για την «παγίδευσή» του μπορεί να χρησιμοποιηθούν διατάξεις εκπομπής (με τροφοδοσία από τη γραμμή του τηλεφώνου ή με ξεχωριστή πηγή) αλλά και επισυνδέσεις ή παθητικές επαγωγικές διατάξεις. Επίσης ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν για παγίδευση των ομιλιών του χώρου και όχι απαραιτήτως κάποιας τηλεφωνικής συνομιλίας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα σύγχρονα ψηφιακά τηλεφωνικά κέντρα παρέχουν δυνατότητες νόμιμης (ή μη) συνακρόασης εγγενώς, χωρίς δηλαδή να είναι δυνατός κανενός είδους εντοπισμός, παρά μόνο με εξέταση του λογισμικού.
Ανιχνευτές Συνακρόασης
Στην ερασιτεχνική και πάλι αγορά, διαφημίζονται πολλές συσκευές για την ανίχνευση παγιδευμένων τηλεφώνων . Αυτό που συνήθως κάνουν είναι να μετράνε τις κυμάνσεις στην τάση ή στο ρεύμα της γραμμής. Ό,τι θα μπορούσε να κάνει δηλαδή και ένα απλό πολύμετρο. Αυτή η μέθοδος είναι αποτελεσματική μόνο στην περίπτωση όπου κάποιος συνδέει ένα τηλέφωνο παράλληλα και σηκώνει το ακουστικό, όπως δηλαδή συμβαίνει στις οικιακές εγκαταστάσεις. Μπορεί επίσης να ανιχνεύσει κάποιον πομπό που τροφοδοτείται από την τηλεφωνική γραμμή και ίσως ανιχνεύσει έναν πρωτόγονο εγγραφέα, που λόγω κακού σχεδιασμού χρησιμοποιεί αρκετό ρεύμα από τη γραμμή.
Κάθε άλλο είδος παγίδευσης χρησιμοποιεί είτε απειροελάχιστο ρεύμα από τη γραμμή (βασιζόμενο σε δική του πηγή ενέργειας) είτε είναι επαγωγικά συνδεδεμένη, οπότε και δεν προκύπτει καμιά ανιχνεύσιμη διαφοροποίηση στην τάση ή την ένταση του ρεύματος. Εξάλλου η τάση που στέλνει το τηλεφωνικό κέντρο του παρόχου μεταβάλλεται στη διάρκεια της ημέρας, ανάλογα με την τηλεπικοινωνιακή κίνηση και το φόρτο του συστήματος (ως γνωστό, τα τηλεφωνικά κέντρα τροφοδοτούν τα οικιακά τηλέφωνα ανεξάρτητα από το ηλεκτρικό δίκτυο, γι’ αυτό και στα κλασικά, μη VoIP τηλέφωνα έχουμε σήμα ακόμα και σε διακοπή ρεύματος).
Τηλεφωνικοί Ελεγκτές
Στα παλαιότερα πλήρως αναλογικά τηλεφωνικά κέντρα υπήρχε η δυνατότητα πραγματοποίησης μιας σειράς ελέγχων με μηχανήματα . Αυτά ανίχνευαν κακόβουλες διατάξεις, οι οποίες εκμεταλλεύονταν τεχνικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν υφίστανται πια (π.χ. αποκατάσταση κυκλώματος – σύνδεση γραμμής κατά τη διάρκεια του κουδουνισμού και ενεργοποίηση διάταξης με τόνους κατά τη διάρκεια αυτή). Μέρος των ελέγχων χρησιμοποιούσε υψηλές τάσεις, που στα σύγχρονα κέντρα θα δημιουργούσαν μόνο ζημιά παρά ανίχνευση. Παράλληλα, τέτοιος εξοπλισμός μπορούσε να ανιχνεύσει την ύπαρξη μικροεγγραφέων κασέτας, που πλέον με την έλευση των ψηφιακών δημοσιογραφικών εγγραφέων αποτελούν μουσειακό είδος.
Παρά την παλαιότητά τους, μία λειτουργία τους – χρήσιμη ακόμα και σήμερα – πραγματοποιεί αυτόματα έλεγχο σε πολλαπλά ζεύγη καλωδίων. Αν υπάρχει ένα πολύζευγο καλώδιο, μπορεί να ελέγξει όλα τα πιθανά ζευγάρια καλωδίων για πιθανές επισυνδέσεις-βραχυκυκλώματα μεταξύ τους. Ακόμα και στην περίπτωση όπου η επισύνδεση λαμβάνει χώρα χωρίς βραχυκύκλωμα αλλά με χρήση μετασχηματιστή ή πυκνωτή, μπορεί να στείλει τόνους στα ζευγάρια αυτά και να τους ανιχνεύσει σε άλλα ζευγάρια, υποδεικνύοντας έτσι την ύπαρξη της επισύνδεσης. Μια άλλη λειτουργία είναι η ενίσχυση του σήματος που λαμβάνεται από το ζευγάρι του καλωδίου για την ανίχνευση ήχου, σε περίπτωση που έχει παγιδευθεί η τηλεφωνική συσκευή να στέλνει τον ήχο του περιβάλλοντα χώρου, ως μικρόφωνο.
Σε κάθε περίπτωση η εξέλιξη της τεχνολογίας οδήγησε σε πιο σύγχρονο εξοπλισμό. Ο ελεγκτής αυτός είναι σε θέση να ανιχνεύσει ήχο σε τηλεφωνικά καλώδια, καθώς επίσης και ηλεκτρικές ανωμαλίες που πιθανώς να οφείλονται σε παρουσία κακόβουλης διάταξης. Εκτός από ανακλασιόμετρο – που θα εξετάσουμε αμέσως παρακάτω – χρησιμοποιεί και μία πιο σύγχρονη μέθοδο, κατά την οποία ελέγχεται η ανάκλαση σε διαφορετικές συχνότητες (Frequency Domain Reflectometer). Επίσης χρησιμοποιεί την ιδέα των ανιχνευτών μη γραμμικών επαφών, εισάγοντας μικροκυμματική εκπομπή στη γραμμή και ανιχνεύοντας ενδεχόμενες αρμονικές για τη σήμανση παρουσίας ημιαγωγικών διατάξεων κατά μήκος της γραμμής. Τέλος ανιχνεύει και προβλήματα σε VoIP επικοινωνία, περιέχοντας τα κατάλληλα πρωτόκολλα.
Ανακλασιόμετρο – Time Domain Reflectometers (TDR)
Το μηχάνημα αυτό εντοπίζει κάθε ανωμαλία που βρίσκεται σε μια καλωδίωση, αποκαλύπτοντας έτσι διατάξεις που κατά τα άλλα μόνο μία οπτική εξέταση θα αποκάλυπτε. Μπορεί λόγου χάρη να ανιχνεύσει μία επισύνδεση καλωδίου που οδηγεί σε δεύτερο τηλέφωνο. Στην περίπτωση αυτή, αφού δεν υπάρχει εκπομπή σήματος, ο ανιχνευτής ραδιοσυχνοτήτων δεν θα κατάφερνε να εντοπίσει το πρόβλημα. Τεχνικώς, το ανακλασιόμετρο είναι δυνατό να περιγραφεί ως ένα «ραντάρ» καλωδιώσεων. Κατά τη λειτουργία του, στέλνει ένα βραχύ παλμό τάσης κατά μήκος του καλωδίου και μετά καταγράφει την ανάκλασή του. Κάθε είδος ανωμαλίας (βραχυκύκλωμα, διακοπή καλωδίου, αλλαγή υλικού, κάμψη, συστροφή κ.λπ.) αλλάζει την εμπέδηση στο σημείο εκείνο και έτσι αλλάζουν και τα χαρακτηριστικά του ανακλώμενου παλμού. Αντίστοιχα, ανάλογα με το χρόνο που χρειάζεται να επιστρέψει ο παλμός, βρίσκεται και το ακριβές σημείο του καλωδίου που έχει το πρόβλημα. Πραγματικά, με χρήση του ανακλασιομέτρου γίνεται δυνατό να εντοπιστεί μία επισύνδεση εκατοντάδες μέτρα μακριά! Μπορεί ακόμα να εντοπίσει ένα σημείο όπου είχε συνδεθεί στο παρελθόν κάτι και έχει απομείνει η «μάτιση». Στην Εικόνα 16 φαίνεται η οθόνη ενός τέτοιου μηχανήματος, όπου ως παράδειγμα απεικονίζεται μία ασυνέχεια στα 219 πόδια.
Όπως αναφέρθηκε πριν, η πιο σύγχρονη εκδοχή τους βασίζεται στην αποστολή ραδιοσυχνοτήτων και όχι απλών παλμών, οπότε τα αποτελέσματα μπορούν πλέον να αποκαλύψουν ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες. Ένα βασικό πρόβλημα των ανακλασιομέτρων όμως παραμένει. Ακριβώς λόγω της μεγάλης απόστασης (χιλιόμετρα) που ίσως μεσολαβεί από το τηλέφωνό μας μέχρι τις εγκαταστάσεις του τηλεπικοινωνιακού παρόχου, το TDR είναι πιθανό να δείξει δεκάδες ανωμαλίες. Πολλές μπορεί να οφείλονται σε εργασίες που έχει πραγματοποιήσει ο πάροχος (π.χ. επιδιόρθωση καλωδίου ή αλλαγή όδευσης), ενώ κατά κανόνα δεν υπάρχει πρόσβαση, αφού το δίκτυο είναι ιδιοκτησία του παρόχου. Η κατάσταση λοιπόν γίνεται πιο πολύπλοκη για την ανίχνευση διατάξεων που έχουν εγκατασταθεί κατά μήκος της καλωδίωσης, εκτός του εσωτερικού δικτύου. Αντίστοιχα, ακόμα και στο εσωτερικό δίκτυο είναι δύσκολη η εξέταση δυσπρόσιτων σημείων όδευσης.
Επίλογος
Στο σημερινό άρθρο επιχειρήσαμε να καταγράψουμε τον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση υποκλοπών. Εκτός από τα απλά και ερασιτεχνικά μηχανήματα, τα εφόδια ενός επαγγελματία ανίχνευσης υποκλοπών ο οποίος σέβεται τον εαυτό του, ξεκινούν με μια αρχική επένδυση 50.000 ευρώ τουλάχιστον, ενώ για πιο προχωρημένες υποθέσεις ο συνολικός εξοπλισμός μπορεί να ξεπερνάει τις 100.000 ευρώ. Παρά το μεγάλο βαθμό αυτοματοποίησης, σε καμία περίπτωση η κατοχή και μόνο του εξοπλισμού δεν εγγυάται το αποτέλεσμα, αφού θα πρέπει να συνοδεύεται από συνεχή εκπαίδευση και μεγάλη εμπειρία. Σε επόμενο άρθρο θα αναλύσουμε τη διαδικασία της εύρεσης κατάλληλων συνεργατών (οικονομικά στοιχεία και πώς ξεχωρίζουν οι ερασιτέχνες από τους επαγγελματίες) και την ακριβή μεθοδολογία για την πραγματοποίηση της ανίχνευσης (επιλογή χώρων προς ανίχνευση, βήματα και εργασίες).