Διαλειτουργικότητα: Οι εγκαταστάσεις ασφάλειας … στη νέα εποχή
Η νέα ενοποιημένη προσέγγιση στα συστήματα ασφαλείας που προσδιορίζεται με την έννοια της διαλειτουργικότητας, θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον τομέα των έργων εγκατάστασης. Στα σύγχρονα κτήρια, ειδικά στα μεγάλα συγκροτήματα είναι συνηθισμένο να συνυπάρχει πληθώρα συστημάτων όπως το σύστημα ελέγχου πρόσβασης, το CCTV, το σύστημα διαχείρισης ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, τα συστήματα συναγερμού και πυρασφάλειας. Είναι εύλογο ότι σε παρόμοιες εφαρμογές είναι επιθυμητό να υπάρχει η δυνατότητα αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας μεταξύ αυτών των συστημάτων.
Αυτή ακριβώς η δυνατότητα μεταβολής της λειτουργικής κατάστασης ενός ή περισσότερων από αυτά τα συστήματα, η οποία θα επέρχεται ως αποτέλεσμα αλλαγών σε άλλο ή άλλα συστήματα ελέγχου και συνοπτικά μπορεί να αποδοθεί με τον ορισμό του αίτιου και αποτελέσματος (cause and effect), αποτελεί τον ορισμό της διαλειτουργικότητας μεταξύ των συστημάτων.
Η διαλειτουργικότητα, που συχνά συναντιέται και με τον ορισμό σύγκλιση συστημάτων, αποτελεί ένα από τα πλέον συζητημένα θέματα στη βιομηχανία συστημάτων ασφαλείας και σύμφωνα με τις ενδείξεις θα αποτελεί μία από τις κυρίαρχες τάσεις των επόμενων ετών. Αποδίδοντας υπό ένα πρακτικότερο πρίσμα την έννοια της διαλειτουργικότητας στα συστήματα ασφαλείας ώστε να γίνει και ευκολότερα αντιληπτό, μπορούμε απλώς να περιγράψουμε ένα παρόμοιο σύστημα. Όλα τα συστήματα ασφαλείας όπως το CCTV, το access control και ο συναγερμός του κτηρίου, μπορούν να λειτουργούν πάνω σε έναν κοινό δίαυλο και να δίνουν πληροφορίες μέσα από μία οθόνη λειτουργίας στην οποία θα αποτυπώνεται η κατάστασή τους και θα γίνεται ο έλεγχός τους. Το δεύτερο στάδιο της διαλειτουργικότητας είναι πλέον αυτό που αναφέρεται ως συσχέτιση αίτιου και αποτελέσματος (cause and effect). Παραδείγματος χάρη, όταν ο συναγερμός δώσει ένδειξη για κάποια ύποπτη κίνηση σε ένα χώρο του κτηρίου, τότε αυτόματα θα ενεργοποιηθούν οι κάμερες του CCTV που βρίσκονται στον ίδιο χώρο και θα μεταφέρουν στην οθόνη του χειριστή εικόνες από το συγκεκριμένο σημείο, ενώ μπορεί να ξεκινήσει και η καταγραφή βίντεο. Το ίδιο μπορεί να συμβεί όταν δώσει σήμα και η πυρανίχνευση του κτηρίου ή κάποιο άλλο σύστημα επιτήρησης. Με αυτόν τον τρόπο το προσωπικό ασφαλείας έχει άμεση γνώση των διαδραματιζόμενων μέσα στο κτήριο, χωρίς να χρειάζεται να μεταβαίνει εκεί χάνοντας σημαντικό χρόνο και θέτοντας παράλληλα σε κίνδυνο την ακεραιότητά του (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει σοβαρός λόγος για την ένδειξη συναγερμού). Αντιθέτως, μπορεί να ειδοποιήσει τις αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, πυροσβεστική) που είναι και καταλληλότερες να αντιμετωπίσουν μια επικίνδυνη κατάσταση.
Τα πλεονεκτήματα
Το πιο σημαντικό όφελος που αποφέρει η ενοποιημένη προσέγγιση των συστημάτων ασφαλείας είναι η ευκολία χρήσης τους. Στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό από την πλευρά του τελικού χρήστη. Σήμερα όπου όλοι επικεντρώνονται στη βελτίωση του βαθμού ευχρηστίας των συστημάτων και στη γρηγορότερη εξοικείωση των χρηστών με τις διάφορες λειτουργίες τους, είναι λογικό ο χρήστης να μην μπορεί να αντιληφθεί γιατί να χρειάζεται να παρακολουθεί διαφορετικά συστήματα και οθόνες για την επιτήρηση των συστημάτων ασφαλείας, όταν όλα αυτά μπορούν να γίνουν μέσα από ένα ενιαίο περιβάλλον εργασίας. Αλλά η ευχρηστία αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου στα πλεονεκτήματα που συνοδεύουν την είσοδο της διαλειτουργικότητας των ενοποιημένων συστημάτων. Η σύγκλιση θα επιφέρει και άλλα θετικά στοιχεία και μια γκάμα διευρυμένων δυνατοτήτων.
Ειδικότερα δε, αν επεκταθεί και στην ενοποίηση με το σύστημα ελέγχου των Η/Μ εγκαταστάσεων του κτηρίου που είναι γνωστά με τον όρο BMS (Building Management Systems). Σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούν να χρησιμοποιούνται οι αισθητήρες τύπου PIR, ώστε εκτός από την ένδειξη παραβίασης του χώρου να δίνουν και σήμα για το πότε στο χώρο υπάρχουν εργαζόμενοι ή επισκέπτες, προκειμένου να ρυθμίζει ανάλογα την ένταση του φωτισμού και του κλιματισμού. Παρατηρούμε λοιπόν μια σημαντική συνεισφορά της ενοποίησης των συστημάτων στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας. Έναν τομέα που αποτελεί πληγή για τη χώρα μας, καθώς όλες οι μελέτες καταδεικνύουν τις ενεργειακές σπατάλες των κτηρίων που βρίσκονται στην Ελλάδα, καθιστώντας τη χώρα μας ίσως την πιο ενεργοβόρα της Ευρώπης.
¶λλο ένα όφελος που προκύπτει από την ενοποίηση των συστημάτων είναι η μείωση του κόστους εγκατάστασης. Συγκρινόμενη με το κόστος της εγκατάστασης διαφορετικών συστημάτων, μια ολοκληρωμένη λύση επιτρέπει τη χρήση πολύ μικρότερου συνολικού μήκους καλωδιώσεων. Αυτό δεν συνεπάγεται μόνο μείωση του κόστους προμήθειας αλλά και σημαντική μείωση στο κόστος εγκατάστασης, το οποίο συνήθως υπολογίζεται ανά εγκαθιστάμενο μήκος καλωδίου. Επίσης γίνεται και εξοικονόμηση στο χρόνο για την εγκατάσταση του συστήματος, μια σημαντική παράμετρος ειδικά σήμερα όπου οι ασφυκτικές προθεσμίες αποτελούν χαρακτηριστικό σχεδόν κάθε κατασκευαστικού έργου.
Εξάλλου, μια άλλη επενέργεια της επιλογής ενός ενιαίου συστήματος είναι η μείωση και των υλικών του συστήματος. Παραδείγματος χάρη, στο control room αντί να τοποθετηθούν ξεχωριστές οθόνες για τα συστήματα CCTV, access control και το σύστημα συναγερμού, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μία οθόνη για όλες τις εφαρμογές. Επιπρόσθετη εξοικονόμηση υλικού μπορεί να συμβεί και σε άλλα εξαρτήματα, ώστε το κέρδος να είναι ακόμα μεγαλύτερο.
Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι τα περισσότερα από τα οφέλη από την εισαγωγή της διαλειτουργικότητας είναι υπέρ του τελικού χρήστη. Εύλογα λοιπόν, τίθεται το ερώτημα ΄΄ποιο θα είναι το κέρδος και του εγκαταστάτη ως επαγγελματία που αποφασίζει να προωθεί στους πελάτες του αυτήν την επιλογή΄΄.
Από τη σκοπιά του εγκαταστάτη
Ο εγκαταστάτης υποβάλλοντας μια προσφορά για ένα ενιαίο σύστημα μπορεί να μειώσει την προσφερόμενη τιμή, ώστε να αποκτήσει ένα σαφές προβάδισμα για την επιλογή του ως τελικού ανάδοχου. Παράλληλα είναι στην ευχέρειά του, ώστε παρουσιάζοντας τα προαναφερθέντα πλεονεκτήματα της διαλειτουργικότητας να πείσει το χρήστη για τα οφέλη που θα αποκομίσει και την προστιθέμενη αφανή αξία ενός ενιαίου συστήματος. Οπότε τελικά θα είναι σε θέση να παρουσιάσει μια ελκυστική προσφορά, χωρίς όμως να αναγκαστεί να μειώσει το καθαρό περιθώριο κέρδους του. Τουναντίον, το πιθανότερο είναι κάνοντας χρήση αυτών των συγκεκριμένων οικονομιών κλίμακος, να καταφέρει να αυξήσει το περιθώριο κέρδους ακόμα και όταν δώσει χαμηλότερη συνολική προσφορά.
Επιφυλάξεις
Εάν λοιπόν τα πλεονεκτήματα για την ενοποίηση των συστημάτων είναι τόσο ξεκάθαρα, ποιος είναι ο λόγος που ακόμα, τόσο οι εγκαταστάτες όσο και οι χρήστες προτιμούν να επιλέγουν ξεχωριστά συστήματα; Μια μερική απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι ίσως δεν είναι ακόμα η καλύτερη προσέγγιση για κάθε έργο. Για εφαρμογές μικρού μεγέθους, η κεντρική διαχείριση των συστημάτων ασφαλείας και η δυνατότητα των επιμέρους συστημάτων να συνεργάζονται μεταξύ τους, δεν αποτελούν θέματα υψηλής σημασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν, απλά ξεχωριστά συστήματα είναι ό,τι χρειάζεται για την υλοποίηση της εφαρμογής.
¶λλος ένας λόγος είναι ότι ακόμα και οι εγκαταστάτες είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτές τις λύσεις, διότι απλούστατα δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτές. Αυτή η επιφυλακτικότητα διαχέεται σε όλους τους εμπλεκόμενους σε ένα έργο, από τον κύριο του έργου έως και τους μελετητές-μηχανικούς. Όταν λοιπόν οι μελετητές έχουν πληροφόρηση από τους εγκαταστάτες ότι ακόμα δεν είναι ώριμοι για την εγκατάσταση ενιαίων συστημάτων, συντάσσουν μελέτες χωρίς να προδιαγράφουν παρόμοια συστήματα.
Αυτό βέβαια είναι εν μέρει κατανοητό. Είναι δύσκολο κάποιος να έχει απόλυτη γνώση τόσο διαφορετικών συστημάτων, όταν μέχρι σήμερα ίσχυε η αρχή της εξειδίκευσης. Ένας τεχνικός με μεγάλη εμπειρία σε εφαρμογές CCTV μπορεί να μην αισθάνεται ιδιαίτερα άνετα στην ιδέα να ασχοληθεί με ένα ολοκληρωμένο ενιαίο σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει access control και σύστημα συναγερμού. Ειδικότερα αυτό συμβαίνει με όσους εγκαταστάτες έχουν ασχοληθεί κυρίως με αναλογικά συστήματα ασφαλείας και όχι με εφαρμογές IP τεχνολογίας, που συνήθως χρησιμοποιείται στα ενιαία συστήματα.
Ανεξαρτήτως βέβαια του πόσο κατανοητή είναι αυτή η ανασφάλεια που νιώθουν οι τεχνικοί σχετικά με τις νέες τεχνολογίες, δεν σημαίνει ότι είναι και ορθή στο πλαίσιο της επιχειρηματικότητας που πρέπει να διαθέτουν ώστε να μπορούν να ακολουθούν τις εξελίξεις. Τουναντίον, οφείλουν να αντιληφθούν ότι αυτές οι αλλαγές αποτελούν ευκαιρία για διεύρυνση της δραστηριότητάς τους και ως εκ τούτου θα πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις και να ενημερώνονται για τις νέες τεχνολογίες. Σε αυτό συνεισφέρουν και όλες οι μεγάλες κατασκευάστριες εταιρείες του χώρου που οργανώνουν εκπαιδευτικά σεμινάρια και ημερίδες προκειμένου να αποκτήσουν την απαραίτητη τεχνογνωσία.
Επιστρέφοντας στην αφετηρία του συλλογισμού μας και έχοντας πλέον ως βάση ότι για μεγάλα έργα η δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική προσέγγιση, προχωρούμε στο επόμενο βήμα που είναι ΄΄βάσει ποιων προδιαγραφών θα επιλεγεί το συγκεκριμένο σύστημα΄΄.
Επιλέγοντας
Μία προσέγγιση είναι να γίνει η επιλογή του CCTV από έναν προμηθευτή, το access control από έναν άλλο και το σύστημα συναγερμού από τρίτον προμηθευτή και όλα αυτά τα επιμέρους συστήματα να διασυνδεθούν και να συνεργαστούν σε έναν ενιαίο δίαυλο. Αυτή είναι μια προσέγγιση που επιτρέπει στον εγκαταστάτη να κάνει μία σε βάθος αναζήτηση της αγοράς, ώστε να εντοπίσει εκείνα τα συστήματα με την καλύτερη τιμή. Όμως πολλές φορές αυτά ταυτίζονται με τα φθηνότερα προϊόντα, με την αρνητική έννοια του όρου, που περιλαμβάνει και τη χαμηλή ποιότητα με μειωμένη αξιοπιστία.
Το σημαντικό όμως μειονέκτημα αυτής της λύσης είναι κατά πόσο διασφαλίζει το ζητούμενο, που δεν είναι άλλο από το πώς μπορεί να γίνει η επίτευξη της διαλειτουργικότητας. Τα συστήματα από διαφορετικούς κατασκευαστές είναι πιθανό να επικοινωνούν με διαφορετικούς μη συμβατούς, τρόπους, ακόμα και σε αυτά τα οποία διαφημίζονται ότι διαθέτουν την επονομαζόμενη ανοικτή τεχνολογία. Είναι πιθανόν ορισμένες συσκευές να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά δεν υπάρχει καμία διασφάλιση ότι θα είναι σε θέση να μπορούν να μεταφέρουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που χρειάζονται για να υλοποιηθεί μια πετυχημένη ολοκληρωμένη λύση.
Υπάρχουν συσκευές όπως μετατροπείς πρωτοκόλλων (protocol converters) που επιτρέπουν σε μη συμβατές συσκευές να επικοινωνούν, όμως αυξάνουν το τελικό κόστος, είναι δύσκολες στη ρύθμιση, ενώ σε πολλές περιπτώσεις μειώνουν τη λειτουργικότητα του συστήματος.
Όμως ο πιο αποθαρρυντικός παράγοντας δεν είναι κανείς από τους παραπάνω. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι σε περίπτωση βλάβης ή δυσλειτουργίας του συστήματος θα πρέπει να επιλεγεί ανάμεσα στους διαφορετικούς προμηθευτές ποιος έχει την ευθύνη αποκατάστασης. Όλοι όσοι έχουν εμπλακεί σε παρόμοιες καταστάσεις γνωρίζουν ότι καμία εταιρεία δεν θα λάβει εύκολα την ευθύνη για το συγκεκριμένο πρόβλημα και θα προσπαθούν να επιρρίψουν την ευθύνη στους υπόλοιπους – εκτός φυσικά αν είναι πρόδηλη η ευθύνη τους. Οπότε όλο το βάρος πέφτει στον εγκαταστάτη, ο οποίος θα βρίσκεται μεταξύ δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Η μία θα είναι οι τελικοί χρήστες που θα εκφράζουν όλα τα παράπονά τους και τη δυσαρέσκεια τους για τη δυσλειτουργία του συστήματος και η δεύτερη πλευρά θα είναι οι εταιρείες – προμηθεύτριες που πιθανώς να αδιαφορούν για τις κλήσεις του για τεχνική υποστήριξη. Το ίδιο φυσικά θα συμβαίνει όχι μόνο στις αρχικές φάσεις του έργου κατά τη διαδικασία παραμετροποίησης, αλλά και στη μετέπειτα λειτουργία του όταν παρουσιαστεί κάποια ξαφνική βλάβη.
¶λλο ένα πρόβλημα που εμφανίζεται σε εφαρμογές με χρήση διαφορετικών συστημάτων είναι ο μειωμένος βαθμός λειτουργικότητας. Δηλαδή μπορεί στην οθόνη που προέρχεται από το σύστημα CCTV να μην απεικονίζεται σωστά το access control ή το σύστημα συναγερμού. Επιπλέον μπορεί να μη λειτουργούν σωστά άλλες δυνατότητες του ενιαίου συστήματος, όπως η συνεργασία του CCTV με το access control, ώστε να καταγράφει αυτόματα εικόνες όταν γίνει προσπάθεια παραβίασης κάποιας ελεγχόμενης θύρας.
Αυτά τα θέματα όμως αντιμετωπίζονται εύκολα όταν επιλεγεί ένας προμηθευτής που διαθέτει μια σειρά προϊόντων που παρέχουν τη δυνατότητα της πλήρους ενοποίησης. Σε αυτά τα συστήματα είναι διασφαλισμένη η πλήρης διασύνδεση των επιμέρους εφαρμογών ασφαλείας, η έλλειψη προβλημάτων συνεργασίας και η μέγιστη δυνατή λειτουργικότητά τους. Επιπλέον, όταν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα είναι πολύ εύκολο να βρεις σε ποιον θα πρέπει να απευθυνθείς για την επίλυσή του.
Αυτά είναι σημαντικά πλεονεκτήματα, ιδιαίτερα στην περίπτωση όπου ο εγκαταστάτης δεν έχει μεγάλη εμπειρία σε εγκατάσταση ενιαίων συστημάτων. Οπότε μπορεί να κάνει τα πρώτα του βήματα με την εγκατάσταση ενός συστήματος από μία εταιρεία και σε κάθε πρόβλημα που αντιμετωπίζει να μπορεί να απευθύνεται στο τεχνικό τμήμα αυτής της εταιρείας. Εκτός όμως της τεχνικής υποστήριξης σε περίπτωση βλαβών, συνήθως οι εταιρείες παρέχουν και ολοκληρωμένα σεμινάρια -όπως άλλωστε προαναφέραμε – που αφορούν στα δικά τους συστήματα και έχουν ως αντικείμενο τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνει βήμα προς βήμα η εγκατάσταση των προϊόντων τους.
Βαθμός ενοποίησης
Το θέμα όμως δεν είναι να γίνει μόνο η στρατηγική επιλογή της εγκατάστασης ενός ολοκληρωμένου συστήματος, αλλά και σε ποιο βαθμό θα γίνει η ενοποίηση των συστημάτων. Καταρχήν, μέχρι τώρα έχει θεωρηθεί ως δεδομένη η ενοποίηση των συστημάτων συναγερμού, CCTV και access control. Σε συνδυασμό με τη σύνδεση αυτών των συστημάτων με το BMS του κτηρίου, αυτή η επιλογή αποτελεί την πλέον προφανή και η οποία προσφέρει τις περισσότερες δυνατότητες. Το θέμα που προκύπτει είναι τι θα γίνει με το σύστημα πυρανίχνευσης, καθώς εδώ ισχύουν ορισμένες προδιαγραφές βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας και των ασφαλιστικών δικλείδων που θα πρέπει να υπάρχουν. Για το λόγο αυτό, ίσως είναι αδύνατη η πλήρης ενσωμάτωση της πυρανίχνευσης στο ενοποιημένο σύστημα.
Βασική παράμετρος για τον τελικό βαθμό ενοποίησης που θα επιτευχθεί είναι κατά πόσο θα χρησιμοποιηθούν και οι υφιστάμενες συσκευές που είναι ήδη εγκατεστημένες. Είναι άλλο ένα κρίσιμο ερώτημα, που είναι κοινό σε περιπτώσεις αναβάθμισης υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Τότε υπεισέρχεται το ερώτημα ΄΄κατά πόσο αξίζει να γίνει πλήρης αντικατάσταση όλων των συσκευών που απαρτίζουν τα επιμέρους συστήματα ή να γίνει μερική αναβάθμιση των συστημάτων με διατήρηση όσων συσκευών μπορούν να λειτουργήσουν στο νέο ενιαίο περιβάλλον εργασίας΄΄. Εδώ η απάντηση εξαρτάται κυρίως από την ηλικία των συσκευών. Σε περίπτωση που είναι παλιές, το πιο πιθανό είναι να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο εφεξής. Αλλά όταν οι συσκευές είναι σχετικά πρόσφατες και διαθέτουν τον απαραίτητο εξοπλισμό σύνδεσης με δίκτυα IP, το πιο πιθανό είναι να μπορούν να συνδεθούν στο νέο δίκτυο.
Γενική αρχή είναι να προτείνεται πάντα η αντικατάσταση του υφιστάμενου εξοπλισμού, καθώς ακόμα και αν ήταν δυνατή η χρήση του, το κόστος διασύνδεσης πεπαλαιωμένων συσκευών με αβέβαιη μελλοντική αξιοπιστία είναι σχεδόν αδύνατο να προσδιοριστεί επακριβώς. Ο λόγος είναι ότι μπορεί να προκύψουν κατά τη φάση εργασιών απρόβλεπτα προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και για την καλωδίωση του συστήματος, καθώς και αυτή θα χρειαστεί να αντικατασταθεί και να επεκταθεί φυσικά. Σε αυτήν την περίπτωση βέβαια και αφού αναφερόμαστε σε IP συστήματα, αξίζει να διερευνηθεί η περίπτωση της χρήσης της δομημένης καλωδίωσης που πιθανό να υπάρχει ήδη στο κτήριο.
Εντούτοις, ειδικά για τις κάμερες αλλά και τις συσκευές του access control, η κατάσταση διαφέρει λίγο. Συνήθως οι πιο επώνυμοι οίκοι του χώρου διαθέτουν προϊόντα τα οποία έχουν μεγάλο βαθμό επεκτασιμότητας. Οπότε, στην περίπτωση που υπάρχουν ήδη εγκατεστημένες συσκευές με δυνατότητες διασύνδεσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει τη σημαντική μείωση του κόστους σε έργα αντικατάστασης υφιστάμενων συστημάτων ασφαλείας σε υπάρχουσες εγκαταστάσεις. Διότι στο αρχικό στάδιο μπορεί να εγκατασταθεί η καλωδίωση (σε περίπτωση που δεν υπάρχει δομημένη καλωδίωση ή για κάποιο λόγο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί) και οι απαραίτητοι ελεγκτές (controllers) και σε δεύτερη φάση να ξεκινήσει η αντικατάσταση των συσκευών.
Σε περιπτώσεις όμως μειωμένου προϋπολογισμού ή όταν δεν έχει ληφθεί ακόμα η απόφαση για την αναβάθμιση του συστήματος, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αντίστροφη προσέγγιση. Δηλαδή να γίνεται αντικατάσταση των παλιών συσκευών όταν αυτές παρουσιάζουν πρόβλημα, με νέες που διαθέτουν τις δυνατότητες διαλειτουργικότητας με προοπτική τη μετάβαση σε ένα ενοποιημένο σύστημα (future proof συσκευές, για τις οποίες έχει γίνει αναφορά σε προηγούμενο τεύχος του Security Manager) όταν υπάρξει η οικονομική δυνατότητα και ληφθεί η σχετική απόφαση στο μέλλον.
Στο εξωτερικό, τα ενοποιημένα συστήματα διαδίδονται με γρήγορο ρυθμό, ακριβώς διότι παρουσιάζουν σημαντικά τεχνικά πλεονεκτήματα και οικονομικές ωφέλειες. Η ίδια τάση αναμένεται να εμφανιστεί και στην ελληνική αγορά. Οπότε οι εγκαταστάτες οφείλουν να δουν αυτήν την αλλαγή ως μια νέα ευκαιρία και όχι ως πρόβλημα. Σε συνεργασία με γνωστούς οίκους που διαθέτουν ολοκληρωμένα συστήματα μπορούν να εκπαιδευτούν πάνω σε αυτά και να είναι έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους όταν αυτές ζητηθούν. Καθώς λοιπόν θα μπορούν να ανταποκρίνονται στις νέες απαιτήσεις, θα έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα στους ανταγωνιστικούς καιρούς που διανύουμε.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ