Κάμερες στους δρόμους: Μια αμφιλεγόμενη ιστορία
Από τη στιγμή που εκατοντάδες κάμερες εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Αθήνα, με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες, άνοιξε αυτόματα ένας μεγάλος κύκλος συζητήσεων για τη χρησιμότητά τους, τη νομιμοποίηση χρήσης τους και άλλων θεμάτων.
Ποιες κάμερες όμως λειτουργούν; Ποιες και γιατί έχουν εξαφανιστεί; Και τι γίνεται στα κέντρα επιχειρήσεων; Είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που ανακύπτουν συνεχώς και θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε.
Το ιστορικό εγκατάστασης
Oι 342 κάμερες της Τροχαίας και του ΥΠΕΧΩΔΕ (49 +293), που βρίσκονται στους δρόμους, είναι μεταξύ «φθοράς και αφθαρσίας». Το καθεστώς λειτουργίας τους αλλάζει συνεχώς, ενώ υπάρχει διαρκώς μια σύγκρουση μεταξύ της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και του Υπουργείου Δημόσιας Ταξης για την ύπαρξή τους. Δεκάδες από αυτές, έχουν γίνει παρανάλωμα πυρός από επιθέσεις αναρχικών. ¶λλες 1000 περίπου, που βρίσκονταν στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις είτε είναι κλειστές στη θέση τους είτε έχουν μεταφερθεί σε αποθήκες και ίσως δεν θα λειτουργήσουν ποτέ ξανά, αφού η «επανενεργοποίησή» τους, εξαρτάται από τις ..αιώνιες διαπραγματεύσεις για την επίσημη αγορά του ηλεκτρονικού συστήματος ασφαλείας C4I, των Ολυμπιακών Αγώνων.
Όπως έλεγε χαρακτηριστικά στέλεχος του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης «Στην Ελλάδα υπάρχει ένας παραλογισμός σχετικά με τη χρήση καμερών. Ενώ δηλαδή, σε όλη την Ευρώπη -και ιδίως στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Δανία και αλλού, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες κάμερες (όπως το σύστημα CCTV στο Λονδίνο) όπου έχουν συμβάλλει σημαντικά στη μείωση της εγκληματικότητας, εδώ υπάρχουν γενικές αντιδράσεις. Πολλοί, επικαλούνται προστασία προσωπικής ζωής. Όμως ούτε μία φορά δεν έχει καταγγελθεί στο εξωτερικό ότι οι καταγραφές από τις κάμερες έχουν χρησιμοποιηθεί για να θίξουν την ιδιωτική ζωή των πολιτών»
Η λειτουργία των 342 «καμερών των δρόμων» – οι συντριπτικά περισσότερες από αυτές τοποθετήθηκαν την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 – έχει καταλήξει σε ένα μεγάλο σήριαλ. Η Ελληνική Αστυνομία, ζητά να λειτουργούν οι κάμερες αυτές σε πλατείες, χώρους συναθροίσεως, διασταυρώσεις δρόμων κ.λπ., όχι μόνο για τη διαχείριση της κυκλοφορίας. Συγκεκριμένα, επιζητούν τα δεδομένα που καταγράφουν να έχουν δικονομική αξία, για τη βεβαίωση τροχαίων, για την πρόληψη και εξιχνίαση σοβαρών αξιόποινων αδικημάτων, καθώς και για την προστασία επισήμων και ευπαθών στόχων. Δηλαδή, οι κάμερες να είναι το μόνιμο «μάτι» της ΕΛ.ΑΣ. σε όλη την Αττική.
Πριν από ένα χρόνο, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων είχε δώσει παράταση στη λειτουργία των καμερών μέχρι τις 24 Μαΐου 2006 και επέτρεπε τη λειτουργία τους μόνο για τη διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων.
Στις 8 Μαΐου 2006, το Τμήμα Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας προχώρησε λίγο πιο κάτω. Συγκεκριμένα, αποφάσισε να μην αφαιρεθούν μεν, αλλά και να μη λειτουργούν οι κάμερες, που είναι σε πλατείες, πάρκα, χώρους συναθροίσεως πολιτών κ.λπ. Συνολικά, απαγόρευσε τη λειτουργία σε 31από τις 342 κάμερες, που είναι σε τέτοιου είδους σημεία. Οι υπόλοιπες μπορούν να παρακολουθούν μόνο την κυκλοφορία. Αν γίνει τρομοκρατική επίθεση ή έγκλημα πάνω σε ένα δρόμο, ότι και να «καταγράψει» η κάμερα δεν έχει καμία σημασία!!! Και θεωρείται απόλυτα άκυρο. Εξάλλου, οι κάμερες αυτές διαθέτουν μια ειδική ρύθμιση, ώστε να μην καταγράφουν οτιδήποτε άλλο, παρά μόνο .άσφαλτο. Όταν δηλαδή στρέφονται προς το να καταγράψουν μια είσοδο ενός κτιρίου, «πέφτει» ένα μαύρο φράγμα, μια λειτουργία που ονομάζεται "Masking".
Η παραπάνω όμως απόφαση, δεν είναι τελεσίδικη. Οριστική απόφαση από την Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας για το θέμα αυτό αναμένεται στις αρχές Δεκεμβρίου. Οπότε, μέχρι τότε θα υπάρχει η συνεχής εκκρεμότητα.
Έλεγχος και λειτουργία
Η λειτουργία και οι καταγραφές αυτών των καμερών ελέγχονται από το Θάλαμο Επιχειρήσεων Παρακολούθησης και Ελέγχου Κυκλοφορίας (ΘΕΠΕΚ), ο οποίος έχει έδρα στο 2ο όροφο του μεγάρου της Αστυνομίας, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Η λειτουργία του ΘΕΠΕΚ ορίζεται σε υπουργική απόφαση, που εκδόθηκε στις 3 Μαρτίου 2004. Ένας από τους βασικότερους στόχους είναι η "συντονισμένη αντιμετώπιση των εκτάκτων γεγονότων και καταστάσεων επί του οδικού δικτύου, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων.
Πιο αναλυτικά, το "στρατηγείο" της ΕΛ.ΑΣ. χωρίζεται σε δύο μεγάλες αίθουσες: Σε αυτή, όπου πραγματοποιείται παρακολούθηση της κυκλοφορίας και αυτή του Επιχειρησιακού Κέντρου της Τροχαίας. Στον εξοπλισμό του Κέντρου Παρακολούθησης και Ελέγχου της Κυκλοφορίας, υπάρχουν 8 γιγαντοοθόνες 67 ιντσών, καθώς και ψηφιακός χάρτης παρακολούθησης της κυκλοφορίας. Ακόμη, υπάρχουν 14 ηλεκτρονικοί υπολογιστές και 14 οθόνες τηλεόρασης, που χειρίζονται 7 ειδικά εκπαιδευμένοι αστυνομικοί, σε διάφορες βάρδιες. Σύμφωνα με τον υπολογισμό στο ΘΕΠΕΚ, προβλέπονταν να απασχολούνται 124 αστυνομικοί, αλλά αυτός ο αριθμός έχει μειωθεί με την πάροδο του χρόνου, αλλά και με την αδρανοποίηση των καμερών. Σημειώνεται πάντως, ότι το ΘΕΠΕΚ είναι αυτό που ρυθμίζει τα γνωστά γραπτά μηνύματα 24 ηλεκτρονικών Πινακίδων Μεταβλητών Μηνυμάτων, σχετικά με τα κυκλοφοριακά προβλήματα στη Λεωφόρο Μεσογείων, Κηφισίας κι άλλες.
Μελλοντικά σενάρια χρήσης
Όμως, το μεγάλο ζητούμενο παραμένει η περαιτέρω χρήση των 1000 περίπου καμερών-του συστήματος C4I – που είχαν χρησιμοποιηθεί για την εποπτεία των ολυμπιακών εγκαταστάσεων. Οι κάμερες αυτές έχουν μικρόφωνα, που μεταφέρουν φωνές, θορύβους κι άλλους ήχους στο Κέντρο Επιχειρήσεων της ΕΛ.ΑΣ. Πριν από δύο χρόνια, το Υπουργείο Δημόσιας Ταξης προχώρησε σε σύσταση μίας ειδικής Επιτροπής, η οποία σχεδίασε τον τρόπο χρήσης αυτών των καμερών. Έτσι, προτεινόταν να παραμείνουν περίπου 150 κάμερες στο Ολυμπιακό Στάδιο, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και στο στάδιο Καραϊσκάκη, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την εποπτεία φαινομένων βίας στους αγωνιστικούς χώρους. Οι υπόλοιπες 850 -σύμφωνα με αυτόν το σχεδιασμό- θα αποθηκεύονταν σε πρώτη φάση στην ειδική αποθήκη της ΕΛ.ΑΣ. στην Αμυγδαλέζα .
Κατόπιν, σύμφωνα με τον πρώτο σχεδιασμό, οι κάμερες θα τοποθετούνταν σε χώρους όπως το Προεδρικό Μέγαρο, η Βουλή κι άλλα ευαίσθητα κυβερνητικά κτίρια, έτσι ώστε να υπάρξει η μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια, αλλά και για να απεγκλωβιστεί αστυνομικό προσωπικό. Ακόμη, ο προγραμματισμός αυτός προέβλεπε ότι πολλές κάμερες θα τοποθετούνταν σε κτίρια της ΕΛ.ΑΣ. όπως αυτό της Αμυγδαλέζας, όπου στεγάζεται η Αστυνομική Ακαδημία αλλά κι η Διεύθυνση Διαχείρισης Υλικού. Ακόμη, κάμερες πιθανότατα θα τοποθετηθούν στις Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις της Αττικής και της Πελοποννήσου (με έδρα στη Τρίπολη) αλλά και σε κεντρικά ή περιφερειακά κτίρια. Τέλος ένα μεγάλο μέρος από αυτές τις κάμερες- σύμφωνα πάντα με αυτόν τον αισιόδοξο σχεδιασμό, αναμένονταν να τοποθετηθούν στο επονομαζόμενο "πέταλο" του Μαλιακού Κόλπου στην Εθνική Οδό Αθηνών -Λαμίας, όπου σημειώνονται δεκάδες πολύνεκρα ατυχήματα. Ένας μεγάλος αριθμός καμερών αναμενόταν να τοποθετηθεί και στην Εθνική Οδό Κορίνθου Πατρών. Όμως, αυτό ήταν το ευχάριστο σενάριο με το αίσιο τέλος, γιατί όπως φαίνεται οι κάμερες στην Ελλάδα δεν μπορούν να στεριώσουν.
Οι 1000 αυτές κάμερες είναι τμήμα του συστήματος ασφαλείας C4I των Ολυμπιακών Αγώνων. Όμως σχεδόν δύο χρόνια μετά τους Αγώνες, αυτό το σύστημα δεν έχει αγορασθεί από το Ελληνικό Δημόσιο και υπάρχει γενική «εμπλοκή» στις διαπραγματεύσεις με την αμερικανική κoινοπραξία SAIC. Aπό ελέγχους της Επιτροπής του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης διαπιστώθηκε ότι δεν λειτούργησαν στη διάρκεια των αγώνων επτά υποσυστήματα του C4I, τα οποία αφορούσαν το λογισμικό σύστημα, που υπήρχε σε όλους τους υπολογιστές των επιχειρησιακών κέντρων της ΕΛ.ΑΣ., σχετικά με την ανάλυση περιστατικών, τη διανομή των αστυνομικών δυνάμεων σε ψηφιακούς χάρτες, την παρουσίαση σχετικών πληροφοριών, τη σύνδεση των «στρατηγείων» της ΕΛ.ΑΣ. με περιφερειακές εγκαταστάσεις κ.ά. Αυτοί ήταν και οι βασικοί λόγοι που δεν προχώρησε η αγορά του συστήματος και δεν κατέβαλε τα χρήματα το ελληνικό δημόσιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από μερικές εβδομάδες, η αμερικανική κοινοπραξία SAIC, προχώρησε σε «διεθνή διαιτησία» για την κωλυσιεργία της ελληνικής πλευράς σχετικά με την υπογραφή της σύμβασης, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να οδηγηθούμε σε οριστικό ναυάγιο. Μια άλλη παράμετρος, είναι το γεγονός ότι μπορεί να καθυστερήσει τόσο πολύ η ολοκλήρωση αυτής της προμηθείας, που όταν εγκατασταθούν αυτές οι κάμερες, θα θεωρούνται ξεπερασμένης τεχνολογίας. Εξαγγελίες που δεν έγιναν πράξη
Οι κάμερες στους δρόμους της χώρας μας, παραμένουν μια προβληματική ιστορία τόσο στην εγκατάσταση όσο και στη χρήση τους. Και αυτό, γιατί αλλού εγκαθίστανται και δεν λειτουργούν κι αλλού εγκαθίστανται μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Τουλάχιστον 10 φορές στο παρελθόν, έχουν προαναγγελθεί εγκαταστάσεις καμερών στο αστικό, εθνικό αλλά και επαρχιακό δίκτυο, για τον περιορισμό των ατυχημάτων. Όμως, τις μεγαλοστομίες ακολούθησε το απόλυτο τίποτα.
Έτσι λοιπόν, από το 1999, προαναγγέλλονταν σε πολλά δημοσιεύματα ότι «σύντομα οι ελληνικές εθνικές οδοί θα μετατραπούν σε … στούντιο, με εκατοντάδες κάμερες να παρακολουθούν κάθε μέτρο ασφάλτου και να καταγράφουν όλες τις κινήσεις των ΙΧ(!) κι όταν συμβαίνει κάποιο ατύχημα θα υπάρχει αυτόματη ενημέρωση στο "τηλεοπτικό" Κέντρο Διαχείρισης Αυτοκινητοδρόμων. Θα αποστέλλεται εντός λίγων λεπτών ασθενοφόρο, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρχει βίντεο του αυτοκινητιστικού ατυχήματος! Ένα ολοκληρωμένο σύστημα δηλαδή, συγκέντρωσης πληροφοριών, για όσα συμβαίνουν ανά πάσα στιγμή, σε κάθε σημείο του οδικού δικτύου, θα λειτουργεί στους μεγαλύτερους αυτοκινητοδρόμους της χώρας, αλλά και στην πρωτεύουσα. Πρόκειται για την εφαρμογή του συστήματος τηλεματικής "ERMIS", που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας κι εφαρμόστηκε -σε συνεργασία με την τροχαία – με μεγάλη επιτυχία, πειραματικά, στον περιμετρικό δρόμο της Θεσσαλονίκης».
Οι κάμερες όμως έμειναν τελικώς στον . πειραματισμό της περιφερειακής της Θεσσαλονίκης και ποτέ δεν υλοποιήθηκε το μεγαλόπνοο σχέδιο. Τον Αύγουστο του 2000 υπήρχε παρόμοια εξαγγελία για την Αττική. Σύμφωνα με τους τότε επίσης «αισιόδοξους» σχεδιασμούς της Τροχαίας, κάμερες θα τοποθετούνταν σε δύο σημεία της λεωφόρου Βουλιαγμένης, στο ύψος της Γλυφάδας και της Βούλας, στη λεωφόρο Ποσειδώνος στο Δέλτα του Φαλήρου και στη Βούλα, στη λεωφόρο Κηφισίας στο ύψος της Φιλοθέης και του Χαλανδρίου, αλλά και στη λεωφόρο Κηφισού, όπου , «σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των τροχονόμων, μετατρέπονται τις βραδινές και μεταμεσονύκτιες ώρες σε "πίστες" αυτοσχέδιων αγώνων αυτοκινήτων, τα οποία παραβιάζουν συστηματικά και τους ερυθρούς σηματοδότες». Τελικά, οι μεταμεσονύκτιες «κόντρες» εξακολουθούν, αλλά οι κάμερες είναι μέχρι και σήμερα .άφαντες. Όμως και το 2002 υπήρχαν νέες εξαγγελίες για τοποθέτηση καμερών σε 368 σημεία "καρμανιόλες" σε όλο το εθνικό κι επαρχιακό δίκτυο της χώρας.