Βιομετρική Τεχνολογία: Το μέλλον στον έλεγχο πρόσβασης
Ο όρος βιομετρική τεχνολογία γίνεται όλο και πιο οικείος, κυρίως μετά την ενσωμάτωση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια. Παρόλα αυτά, πρόκειται για τεχνολογίες που αξιοποιούνται ευρέως εδώ και καιρό σε αρκετά συστήματα ελεγχόμενης πρόσβασης, παρουσιάζοντας σημαντικά πλεονεκτήματα στο επίπεδο ασφάλειας, αλλά και αρκετούς προβληματισμούς.
Καθώς η φυσική και λογική ασφάλεια διαδραματίζουν όλο και πιο καθοριστικό ρόλο σε όλες τις πτυχές της σύγχρονης ζωής, αναζητούνται νέες μέθοδοι ταυτοποίησης προσώπων και διαδικασιών.
Σήμερα, προσφέρονται λύσεις από τις πλέον συμβατικές, όπως η εισαγωγή ενός κωδικού (PIN) ή οι κάρτες αναγνώρισης, ενώ σταδιακά κάνουν την εμφάνισή τους και νέες μέθοδοι. Ίσως η πιο καινοτομική από όλες τις τεχνολογίες, είναι τα βιομετρικά συστήματα αναγνώρισης.
Ο όρος προέρχεται από τη βιομετρία, που είναι η επιστήμη καταγραφής των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ανθρώπινου σώματος (χρώμα ματιών, ύψος, δακτυλικά αποτυπώματα κ.ά.) και η αξιοποίηση αυτών των δεδομένων. Τα βιομετρικά συστήματα αναγνώρισης έχουν τη δυνατότητα καταγραφής αυτών των χαρακτηριστικών και την αξιοποίηση των ψηφιακών δεδομένων, που προκύπτουν έπειτα από επεξεργασία, προκειμένου να πραγματοποιήσουν ταυτοποίηση ενός προσώπου. Πιονέρος αυτής της τεχνολογίας υπήρξε ο Ben Miller, που πρώτος εισήγαγε και τον αντίστοιχο όρο, το 1987. Σύμφωνα μάλιστα με τον ακριβή ορισμό του Miller, η βιομετρική τεχνολογία είναι ένα σύνολο μεθόδων, που έχουν τη δυνατότητα αναγνώρισης ή ταυτοποίησης ενός ζωντανού οργανισμού, βάσει των φυσικών χαρακτηριστικών του ή ορισμένων χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς του.
Όμως, οι ρίζες των βιομετρικών συστημάτων βρίσκονται πολύ πίσω στο παρελθόν. Στην Ανατολική Ασία, οι αγγειοπλάστες έθεταν ένα αποτύπωμα των δακτύλων τους πάνω στα έργα τους, ως μέσο αναγνώρισης της ταυτότητάς τους. Επίσης, στην Κοιλάδα του Νείλου, οι έμποροι αναγνωρίζονταν μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας τα φυσικά τους χαρακτηριστικά, όπως το ύψος, το χρώμα των ματιών ή και το χρώμα του δέρματος.
Στοιχεία βιομετρικής αναγνώρισης μπορεί κάποιος να εντοπίσει και στην Παλαιά Διαθήκη. Επί παραδείγματι, οι άνθρωποι της Γελεάδ ανακάλυψαν ότι είχε εισέλθει στην πολιορκημένη πόλη ένας εχθρός τους, από τη διαφορετική χροιά της προφοράς του (μια πρωτόλεια μορφή αναγνώρισης φωνής), ενώ σε άλλο κεφάλαιό της περιγράφεται πώς ο Ιακώβ ξεγέλασε τον πατέρα του Ισαάκ και τον έκανε να νομίσει ότι είναι ο πρωτότοκός του γιος, Ησαυ, τυλίγοντας τα γυμνά του χέρια με δέρματα ζώων και αλλοιώνοντας έξυπνα τα βιομετρικά του χαρακτηριστικά…
Η εξέλιξη
Φυσικά, από τότε τα μέσα και οι τεχνολογίες έχουν εξελιχθεί. Ήδη από το 19ο αιώνα, οι άνθρωποι που ασχολούνταν με την επιβολή του νόμου είχαν προσπαθήσει να βρουν συστηματικότερες μεθόδους για την καταγραφή όσων είχαν την τάση να υποπίπτουν συχνά σε παραβατικές ενέργειες. Ο Γάλλος Alphonse Bertillon ανέπτυξε την ανθρωπομετρία, μια μέθοδο συλλογής στοιχείων για χαρακτηριστικά του ανθρώπινου σώματος, σε συνδυασμό με την καταγραφή ορισμένων ιδιόμορφων χαρακτηριστικών, όπως ουλές ή και τατουάζ. Την ίδια εποχή, στη Μεγάλη Βρετανία η προσοχή είχε εστιασθεί προς έναν κλάδο, που τα επόμενα χρόνια θα έβρισκε μεγάλη εφαρμογή στην εγκληματολογία και θα χρησιμοποιούνταν ευρύτατα από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου- και δεν είναι άλλος από την αξιοποίηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων.
Η βιομετρική τεχνολογία με την έννοια που τη γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή την αυτόματη αναγνώριση ενός φυσικού χαρακτηριστικού του ανθρώπινου σώματος, πρωτοεμφανίστηκε ως μια εναλλακτική μέθοδος για τα συστήματα ελέγχου πρόσβασης. Η εμπορική της χρήση ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν και η πρώτη συσκευή που εκμεταλλευόταν τη συγκεκριμένη τεχνολογία έκανε την εμφάνισή της στην αγορά.
Μία από τις πρώτες εφαρμογές χρησιμοποιήθηκε το 1972, όταν μία εταιρεία της Wall Street εγκατέστησε το Identimat. Είναι το όνομα του συστήματος, που ουσιαστικά αποτελείτο από μία συσκευή αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων και χρησιμοποιείτο για την καταγραφή των ωρών προσέλευσης και αποχώρησης του προσωπικού και των επισκεπτών της εταιρείας. Από το 1972, τα βιομετρικά συστήματα έχουν παρουσιάσει μια εντυπωσιακή εξέλιξη, τόσο στην ευκολία χρήσης όσο φυσικά και στην γκάμα των εφαρμογών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κύρια στην αύξηση της υπολογιστικής ισχύος που διατίθεται σήμερα, σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι πλέον μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε γρηγορότερους αλγόριθμους επεξεργασίας των δεδομένων, ενώ έχουμε και τη δυνατότητα χρησιμοποίησης πολύ μεγαλύτερων αποθηκευτικών μέσων για την ηλεκτρονική αρχειοθέτηση αυτών των δεδομένων.
Χρήσεις βιομετρικών συστημάτων
Το εύρος του φάσματος των εφαρμογών στις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα βιομετρικά συστήματα, είναι ανεξάντλητο. Κάθε κρατικός οργανισμός ή ιδιωτικός φορέας μπορεί να χρησιμοποιήσει τη βιομετρική τεχνολογία και να εκμεταλλευθεί τα θετικά στοιχεία που απορρέουν από τη χρήση της.
Καταρχήν, μία από τις κυριότερες χρήσεις της, είναι σε συστήματα φυσικού ελέγχου πρόσβασης. ¶λλωστε, η συγκεκριμένη εφαρμογή αποτελεί ουσιαστικά και την αιτία ανάπτυξης και εξέλιξης των βιομετρικών συστημάτων. Σήμερα, σε αυτό το πεδίο κυριαρχούν άλλες τεχνολογίες, όπως παραδείγματος χάρη, οι κάρτες proximity. Όμως, η έλευση των έξυπνων καρτών με τους ενσωματωμένους επεξεργαστές, στους οποίους μπορούν να αποθηκευθούν και βιομετρικά δεδομένα, είναι αναπόφευκτο ότι θα αλλάξει το χάρτη.
Σε πρώτη φάση, τα συστήματα βιομετρικής τεχνολογίας χρησιμοποιούνται μόνο σε χώρους με υψηλή διαβάθμιση ασφάλειας (π.χ. computer rooms, ερευνητικά εργαστήρια, σταθμοί ελέγχου εξοπλισμού κρίσιμης σημασίας) και κυρίως από μεγάλους οργανισμούς -δημόσιους ή ιδιωτικούς- που έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στο κόστος, που είναι λίγο μεγαλύτερο από τα συμβατικά συστήματα έλεγχου πρόσβασης με κάρτες. Μπορεί επίσης να υιοθετηθούν τα βιομετρικά συστήματα για εφαρμογές όπως η ωρομέτρηση του προσωπικού, αντικαθιστώντας πλήρως τα συστήματα που χρησιμοποιούνται σήμερα στους εργασιακούς χώρους.
¶λλη μία εφαρμογή που ήδη έχει αρχίσει να εφαρμόζεται και στη χώρα μας, είναι η ενσωμάτωση βιομετρικών δεδομένων και στα διάφορα επίσημα έγγραφα, όπως το διαβατήριο, ενώ δεν αποκλείεται να τα δούμε και στην ταυτότητα, το δίπλωμα οδήγησης, ακόμα και σε κάρτα ασφάλισης (σε αντικατάσταση του βιβλιαρίου υγείας). Ήδη στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ξεκινήσει το πρόγραμμα αντικατάστασης των παλιών διαβατηρίων με νέου τύπου, τα οποία θα περιέχουν και βιομετρικά χαρακτηριστικά του κατόχου. Αρχικά, τα διαβατήρια ePass- όπως έχουν καθιερωθεί να αποκαλούνται- θα διαθέτουν ένα chip, στο οποίο θα είναι αποθηκευμένη μια ψηφιακή φωτογραφία του κατόχου, αλλά σε λίγους μήνες, στο chip θα αποθηκεύονται και τα δακτυλικά αποτυπώματά του, για ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια στη διαδικασία της ταυτοποίησης. Η χρήση όμως της βιομετρικής τεχνολογίας αναμένεται να εξαπλωθεί και σε άλλα επίσημα έγγραφα, επιφέροντας σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο διεκπεραιώνουμε πολλές από τις καθημερινές μας υποθέσεις. Πλέον, η ταυτοποίηση ενός προσώπου – μια διαδικασία μερικές φορές ιδιαίτερα χρονοβόρα- θα γίνει πολύ απλούστερη και θα υπάρξει η δυνατότητα μείωσης της γραφειοκρατίας. Επίσης, στην κάρτα ασφάλισης θα μπορούν να αποθηκεύονται και διάφορα δεδομένα, σχετικά με την κατάσταση της υγείας του κατόχου. Στην περίπτωση λοιπόν που χρειαστεί κάποια ξαφνική ιατρική περίθαλψη, θα αρκεί μια σάρωση της κάρτας, ώστε να αντληθούν όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για τη σωστή αντιμετώπιση του περιστατικού (ομάδα αίματος, χρόνιες ασθένειες κ.ά.).
Μια σημαντικά αναπτυσσόμενη εφαρμογή βιομετρικής αναγνώρισης, αποτελεί ο έλεγχος πρόσβασης σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπου μπορεί συνήθως να πραγματοποιηθεί από έναν αναγνώστη δακτυλικού αποτυπώματος- είτε σε ανεξάρτητη μονάδα είτε ενσωματωμένο σε κάποιο περιφερειακό- όπως ένα πληκτρολόγιο. Υπάρχουν επίσης διαθέσιμες μονάδες εξωτερικού σκληρού δίσκου με βιομετρική αναγνώριση, προκειμένου κάποιος να μπορεί να έχει πρόσβαση στα αποθηκευμένα αρχεία.
Ένας άλλος τομέας στον οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί η βιομετρική τεχνολογία με πολύ θετικά αποτελέσματα, είναι εκείνος των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Οι πιστωτικές κάρτες του μέλλοντος μπορούν να έχουν αποθηκευμένο και ένα βιομετρικό χαρακτηριστικό του κατόχου τους, ώστε να αποφεύγονται τα κρούσματα απάτης και πλαστογραφίας. Παραδείγματος χάρη, αντί της υπογραφής που βάζουμε όλοι μετά από κάθε πληρωμή με πιστωτική κάρτα, θα μπορούμε σε ένα μηχάνημα να τοποθετούμε το δάκτυλό μας, ώστε να γίνεται η ταυτοποίηση. Το ίδιο μέτρο μπορεί να βρει εφαρμογή και στις διαδικτυακές συναλλαγές, όπου και εκεί οι απάτες εξαπλώνονται με ρυθμό γεωμετρικής προόδου. Εκεί, μπορεί τη στιγμή της εισαγωγής των δεδομένων και του αριθμού της κάρτας, να ζητείται από τον πελάτη να τοποθετήσει σε ένα ειδικό σκάνερ το δάκτυλό του, ώστε να ληφθεί το αποτύπωμά του. Μια άλλη κατηγορία συναλλαγών όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί η βιομετρική τεχνολογία, είναι εκείνες που γίνονται μέσω των μηχανημάτων ATM. Σε αντικατάσταση του PIN που εισάγει ο χρήστης σήμερα, μπορεί να χρησιμοποιείται κάποιο φυσικό του χαρακτηριστικό, ώστε να εξασφαλίζεται ότι όντως είναι ο πραγματικός κάτοχος της κάρτας.
Η αντιμετώπιση των φαινομένων βίας και χουλιγκανισμού, είναι άλλο ένα πεδίο στο οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί η βιομετρική τεχνολογία. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, ένα μεγάλο θέμα είναι η δυνατότητα ελέγχου των θεατών ενός αγώνα. Η θέσπιση του ηλεκτρονικού εισιτήριου, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση βιομετρικών συστημάτων ελέγχου, μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό εκείνων που δημιουργούν τα επεισόδια.
Κρούσματα βίας όμως, δεν έχουμε μόνο στα γήπεδα. Το πρόβλημα έχει αρχίσει να εμφανίζεται και σε άλλους χώρους – ειδικότερα σε χώρους συνάθροισης νέων, όπως τα σχολεία. Το φαινόμενο, σε άλλες χώρες είναι πολύ εντονότερο και έχει κάνει την εμφάνισή του εδώ και αρκετά χρόνια, γι’ αυτό και τα σχολεία αποτέλεσαν και έναν από τους πρώτους χώρους εγκατάστασης βιομετρικών συστημάτων ελέγχου πρόσβασης. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά, για να αποφύγουμε τη δαιμονοποίηση καταστάσεων, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι η χρήση παρόμοιων συστημάτων, δεν έχει αποκλειστικό σκοπό την εξάλειψη των φαινομένων βίας, αλλά παράλληλα αποτελεί και ένα ουσιαστικό εργαλείο και σε άλλες διαδικασίες της σχολικής καθημερινότητας, όπως στον έλεγχο των παρουσιών, την πρόσβαση σε εργαστήρια και το δανεισμό βιβλίων από τις σχολικές βιβλιοθήκες. Παρόμοια εφαρμογή φυσικά, μπορεί να βρουν τα βιομετρικά συστήματα και σε εγκαταστάσεις πανεπιστημίων, με την ιδιαιτερότητα βέβαια που διέπει τους χώρους αυτούς, λόγω της ελευθερίας πρόσβασης και του πανεπιστημιακού ασύλου.
Βασικές αρχές λειτουργίας
Υπάρχουν ορισμένα κομβικά σημεία, που καθορίζουν τον ορθό τρόπο λειτουργίας των βιομετρικών συστημάτων. Δύο όροι στους οποίους αξίζει να εστιάσουμε περισσότερο, είναι η σταθερότητα (robustness) και η διαφορετικότητα (distinctiveness). Με την έννοια σταθερότητα, υποδηλώνεται η δυνατότητα έκθεσης ενός συγκεκριμένου βιομετρικού χαρακτηριστικού στη συσκευή αναγνώρισης, σε καθορισμένο χρόνο, χωρίς να μεταβάλλεται. Και για να γίνουμε πιο σαφείς, η ίριδα του οφθαλμού είναι σταθερότερο ως βιομετρικό χαρακτηριστικό, από την ανθρώπινη φωνή. Όσον αφορά τη διαφορετικότητα, το μέγεθος είναι που εκφράζει τη δυνατότητα που έχει ένα βιομετρικό χαρακτηριστικό να διαφέρει μεταξύ δύο ανθρώπων και, φυσικά, κατά πόσο αυτή η διαφορετικότητα μπορεί να μετρηθεί. Για παράδειγμα, το δακτυλικό αποτύπωμα διαφέρει σε μεγαλύτερο βαθμό από τη γεωμετρία ενός δακτύλου ή μιας ανθρώπινης παλάμης. Εξίσου σημαντικές στην κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των βιομετρικών συστημάτων είναι και οι ακόλουθες έννοιες:
Γενετικά χαρακτηριστικά:
Είναι ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα των μαλλιών και των οφθαλμών, τα οποία κληρονομούνται από τους γονείς. Ορισμένα εξ αυτών, όπως η δομή του ανθρώπινου προσώπου είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν, οπότε αποκτούν μεγάλο βαθμό διακριτικότητας.
Φαινότυπος:
Είναι το σύνολο των χαρακτηριστικών που αναπτύσσονται στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης του εμβρύου και οδηγούν στη διαφοροποίηση της εξωτερικής εμφάνισης των ανθρώπων. Μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε ως μια τυχαία ανακατανομή του γενετικού χάρτη του ανθρώπου, που όμως συμβάλλει στην εξασφάλιση μεγαλύτερης και εντονότερης διαφορετικότητας για ορισμένα βιομετρικά χαρακτηριστικά (όπως το χρώμα της ίριδας) ανάμεσα στον ανθρώπινο πληθυσμό.
Συμπεριφορισμός:
Αποτελεί το σύνολο των χαρακτηριστικών του ανθρώπου, τα οποία διαμορφώνονται κυρίως μέσα από το περιβάλλον που μεγαλώνει (τρόπος γραφής ή ομιλίας). Σύμφωνα με τη θεωρία της ψυχολογίας, τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μπορούν να μεταβληθούν ή και να αναπτυχθούν εξαρχής. Όμως, είναι γενικά αποδεκτό, ότι από τη στιγμή που ο άνθρωπος πλησιάζει την ηλικία της ενηλικίωσης, είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει αυτά τα στοιχεία, ακόμα και ύστερα από έντονη και χρονοβόρα προσπάθεια.
Η βιομετρική θεωρία συνυπολογίζει όλες τις προαναφερθείσες παραμέτρους, μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο ένας άνθρωπος εκθέτει το δάχτυλό του σε μία συσκευή αναγνώρισης ή το πρόσωπό του σε μία κάμερα, εμπεριέχει και στοιχεία συμπεριφοράς. Όμως, ως επί το πλείστον, τα πιο διαδεδομένα βιομετρικά συστήματα που κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά, βασίζονται κυρίως στα γενετικά χαρακτηριστικά και μάλιστα χρησιμοποιούν κυρίως τα στοιχεία της διαφορετικότητας αυτών.
Στάδια λειτουργίας
Ο βασικός τρόπος λειτουργίας ενός βιομετρικού συστήματος είναι παρόμοιος, ανεξαρτήτως του μέσου (δακτυλικό αποτύπωμα, φωνή, ίριδα κ.ά.), το οποίο χρησιμοποιεί για την αυθεντικοποίηση. Ουσιαστικά, αποτελείται από δύο βασικά στάδια.
Το πρώτο στάδιο είναι η συλλογή δεδομένων για την εγγραφή στους εξουσιοδοτημένους χρήστες. Στο στάδιο αυτό γίνεται η συλλογή των βιομετρικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων, που θα ελέγχονται από τις διαδικασίες ταυτοποίησης. Κατά τη διεργασία καταχώρισης εισάγονται τα βιομετρικά χαρακτηριστικά, ώστε να δημιουργηθεί ένα ψηφιακό πρότυπο, το οποίο θα χρησιμοποιείται μελλοντικά για την ταυτοποίηση του ατόμου. Ο αριθμός των δειγμάτων των βιομετρικών χαρακτηριστικών που απαιτείται να ληφθούν, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Οι σημαντικότεροι από αυτούς, είναι ο τύπος της βιομετρικής συσκευής, οι διάφορες εξωτερικές συνθήκες και φυσικά, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο χρήστης. Ας λάβουμε ως παράδειγμα την περίπτωση όπου ως βιομετρικό στοιχείο χρησιμοποιείται το δακτυλικό αποτύπωμα. Για τη σωστή λήψη του δείγματος, οι παράγοντες που θα καθορίσουν τον αριθμό των επαναλήψεων, είναι η κατάσταση της συσκευής σάρωσης (λίγη σκόνη μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τη διαδικασία), η κατάσταση του δακτύλου (μια μικρή αμυχή ή ένας τοποθετημένος επίδεσμος παίζουν καθοριστικό ρόλο), ακόμα και η γωνία με την οποία θα τοποθετηθεί το δάκτυλο στη συσκευή, μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα του δείγματος. Οπότε, για να εξασφαλιστεί η όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια του προτύπου που θα αποθηκευθεί, μπορεί να χρειαστεί να ληφθούν αρκετά δείγματα. Στη συνέχεια, το πρότυπο που δημιουργείται για τη μελλοντική σύγκριση, αποθηκεύεται με ψηφιακή μορφή σε ένα ασφαλές αποθηκευτικό μέσο. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια βάση δεδομένων από τα βιομετρικά χαρακτηριστικά των χρηστών του συστήματος.
Ένα άλλο βασικό στάδιο είναι η διαδικασία ταυτοποίησης. Εδώ πλέον γίνεται η αυθεντικοποίηση του προσώπου, του οποίου τα δεδομένα έχουν εισαχθεί στο σύστημα στην προγενέστερη φάση. Παρατηρώντας την όλη διεργασία από τη σκοπιά ενός εξωτερικού παρατηρητή, φαίνεται ότι είναι απλούστατη. Ο υποψήφιος προς ταυτοποίηση εκθέτει το συγκεκριμένο βιομετρικό χαρακτηριστικό σε μία συσκευή αναγνώρισης και στη συνέχεια, εάν το δείγμα αυτό ταιριάζει με το αποθηκευμένο, αποκτάει δικαίωμα πρόσβασης. Όμως, η εξωτερική αυτή απλότητα κρύβει ένα σύνολο διαφορετικών διεργασιών που απαιτείται να πραγματοποιηθούν. Καταρχήν είναι η διαδικασία σάρωσης του βιομετρικού στοιχείου. Στη συνέχεια, γίνεται ο μετασχηματισμός της πληροφορίας σε ψηφιακή μορφή. Στην περίπτωση όπου η συσκευή ανάγνωσης βρίσκεται σε απομακρυσμένο σημείο από το κέντρο επεξεργασίας των δεδομένων, παράλληλα με την ψηφιοποίηση της πληροφορίας γίνεται συμπίεση και κωδικοποίηση των δεδομένων, για την ασφαλή και γρήγορη μεταφορά της μέσω του δίαυλου επικοινωνίας. Ορισμένα βιομετρικά συστήματα είναι αυτόνομα και εμπεριέχουν και το κέντρο επεξεργασίας δεδομένων. Σε άλλα, ο κεντρικός υπολογιστής είναι τοποθετημένος σε άλλο σημείο, οπότε χρειάζεται να μεταφερθούν τα δεδομένα μέσω δικτύου για να επεξεργασθούν. Η μεταφορά μπορεί να γίνει μέσω τοπικού δικτύου (LAN- Local Area Network), μέσω εταιρικού Intranet, μέσω μισθωμένων γραμμών, ακόμα και μέσω του Internet (συνυπολογίζοντας πάντα και τους κινδύνους που εμπεριέχει ο συγκεκριμένος τρόπος μεταφοράς).
Από τη στιγμή όπου τα δεδομένα φθάσουν στο κέντρο επεξεργασίας, ξεκινάει η διαδικασία επεξεργασίας τους (signal processing). Κατά τη διάρκεια αυτής της διεργασίας, γίνεται η σύγκριση του δείγματος που έχει διαβαστεί από τη συσκευή ανάγνωσης, με το δείγμα που βρίσκεται αποθηκευμένο στη βάση δεδομένων (πρότυπο). Πριν όμως ξεκινήσει η σύγκριση, γίνεται μια ψηφιακή επεξεργασία του δείγματος, δηλαδή, ουσιαστικά φιλτράρονται ορισμένοι παράγοντες που επηρεάζουν τη διεργασία. Μόλις ολοκληρωθούν οι ανωτέρω διεργασίες, προκύπτει ένα τελικό αποτέλεσμα, στο οποίο φαίνεται ο βαθμός ταύτισης του δείγματος με το αποθηκευμένο πρότυπο. Πλέον μεταβαίνουμε στο τελικό στάδιο, στο στάδιο λήψης της απόφασης (decision policy). Στο σημείο αυτό, η εφαρμογή, λαμβάνοντας υπόψη της το αποτέλεσμα της διαδικασίας επεξεργασίας, αποφασίζει εάν θα δώσει θετική ή αρνητική απάντηση στο αίτημα ταυτοποίησης. Υπάρχει βέβαια και η εναλλακτική περίπτωση, στην οποία η εφαρμογή λόγω ορισμένων προβλημάτων, όπως κακή ποιότητα του λαμβανόμενου δείγματος, να μην μπορεί να εξάγει σαφές συμπέρασμα, οπότε και ζητάει από το χρήστη να προβεί πάλι σε διαδικασία αναγνώρισης.
Τύποι βιομετρικών συστημάτων
Η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι η παλαιότερη και πιο διαδεδομένη μέθοδος βιομετρικής αναγνώρισης. Από τα μέσα του 19ου αιώνα χρησιμοποιούνταν με τη δημιουργία αποτυπώματος σε χαρτί, με ειδική μελάνη, από διάφορες αστυνομίες, με πρωτοπόρο τη Βρετανική. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ξεκίνησε έρευνα για τους τρόπους με τους οποίους θα γινόταν εφικτή η αντικατάσταση της μελάνης. Το πρώτο αυτοματοποιημένο σύστημα λήψης δακτυλοσκόπησης που κυκλοφόρησε εμπορικά, ήταν της εταιρείας Fingermatrix, το 1982. Αυτήν τη στιγμή, τα συστήματα έχουν πλέον εξελιχθεί σημαντικά και μπορεί να γίνει ο διαχωρισμός της αγοράς των συστημάτων δακτυλοσκόπησης σε δύο βασικούς τομείς. Στην πρώτη ομάδα κατατάσσονται εκείνες οι συσκευές, που αντικαθιστούν τους μηχανισμούς κλειδαριάς και ανοίγματος μιας απλής θύρας. Τα συστήματα αυτά αποτελούν αυτόνομες μονάδες και λειτουργούν ως ένα απλό μέσο ελέγχου, χωρίς να δημιουργούν αρχείο με τις κινήσεις που πραγματοποιούνται. Τελευταία όμως, παρουσιάζονται και πιο εξελιγμένα προϊόντα, με δυνατότητα δημιουργίας αρχείου κινήσεων.
Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από ολοκληρωμένες συσκευές, που χρησιμοποιούνται ως μέσα πρόσβασης σε ένα ενιαίο σύστημα ελέγχου πρόσβασης. Αυτά τα συστήματα επιτρέπουν την εισαγωγή κριτηρίων ελέγχου και δικαιωμάτων πρόσβασης. Ενώ πλέον εμφανίζονται και συστήματα, που μπορούν να χρησιμεύσουν και ως συσκευές ωρομέτρησης του προσωπικού της επιχείρησης, οπότε η χρήση τους ξεπερνάει την εξυπηρέτηση σκοπών ασφαλείας και επεκτείνεται σε άλλους τομείς, που σχετίζονται με την οικονομική λειτουργία του οργανισμού και τον έλεγχο της αποδοτικότητας του προσωπικού. Οι συγκεκριμένες συσκευές λειτουργούν ως μέσα ελέγχου της ταυτότητας του χρήστη, σε συνδυασμό με τη χρήση ενός κωδικού PIN. Δηλαδή, αφού ταυτοποιηθεί ο χρήστης μέσω του δακτυλικού του αποτυπώματος και εισάγει τον κωδικό του, στη συνέχεια η συσκευή στέλνει τα δεδομένα στο κέντρο ελέγχου του συστήματος access control. Εκεί αποφασίζεται εάν ο χρήστης έχει τα απαραίτητα δικαιώματα πρόσβασης (τόπου και χρόνου). Παραδείγματος χάρη, ένας υπάλληλος μπορεί να έχει δυνατότητα πρόσβασης στο computer room της εταιρείας, μεταξύ των ωρών 08:00 έως 13:00. Τις ώρες εκτός του συγκεκριμένου ωραρίου, ο συγκεκριμένος υπάλληλος θα περνάει μεν το βιομετρικό έλεγχο, αλλά το σύστημα access control θα του αρνείται την πρόσβαση. Δηλαδή, με την εισαγωγή του PIN, ο χρήστης δηλώνει την ταυτότητά του. Στη συνέχεια, εισάγει το δακτυλικό του αποτύπωμα ώστε να γίνει η σύγκριση μεταξύ του δείγματος και του αποθηκευμένου προτύπου, που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο κωδικό.
Υπάρχουν βέβαια και συσκευές που εκτελούν όλη τη διαδικασία ταυτοποίησης, χωρίς να είναι απαραίτητη η εισαγωγή PIN. Εδώ, ο χρήστης απλώς τοποθετεί το δάκτυλό του στον αναγνώστη και στη συνέχεια το σύστημα συγκρίνει το δείγμα με όλα τα αποθηκευμένα πρότυπα.
Ανεξαρτήτως του σκοπού που χρησιμοποιούνται, βασικό τμήμα των συσκευών δακτυλοσκόπησης είναι ο αναγνώστης, μέσω του οποίου γίνεται η σάρωση του δακτυλικού αποτυπώματος. Οι αναγνώστες μπορεί να είναι είτε οπτικού τύπου είτε ημιαγωγών. Αν και οι οπτικοί είναι αναμφισβήτητα ποιοτικότεροι και πιο ανθεκτικοί στη διάρκεια, οι αναγνώστες ημιαγωγών προσφέρουν άλλα πλεονεκτήματα, που κυρίως έχουν να κάνουν με το κόστος αλλά και τις διαστάσεις τους.
Οι προοπτικές για τα συστήματα αναγνώρισης δακτυλικού αποτυπώματος είναι ευοίωνες, καθώς από όλες τις συσκευές βιομετρικής αναγνώρισης είναι εκείνες με τη μεγαλύτερη εξέλιξη και εμπορική αποδοχή. Συνυπολογίζοντας τις νέες προδιαγραφές ασφαλείας- που γίνονται όλο και αυστηρότερες- σε οργανισμούς, επιχειρήσεις και χώρους συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού ανθρώπων, διαπιστώνουμε ότι αποτελούν αυτή τη στιγμή ίσως την πλέον σοβαρή πρόταση για τη μετάβαση από τα συμβατικά συστήματα ελέγχου πρόσβασης, στα βιομετρικά συστήματα νέας γενιάς.
Εναλλακτικές προτάσεις
Όμως, τα βιομετρικά συστήματα δεν περιορίζονται μόνο στις συσκευές αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων. Αντιθέτως, υπάρχει μια ευρεία γκάμα συσκευών, που αυτήν τη στιγμή δεν έχουν την ίδια εμπορική αποδοχή, αλλά μελλοντικά, σίγουρα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο. Η γεωμετρία της ανθρώπινης παλάμης αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά που αποτελούν τη βάση ανάπτυξης μιας ολόκληρης κατηγορίας συστημάτων ταυτοποίησης. Ίσως να είναι η πιο κοντινή κατηγορία σε εκείνη των δακτυλικών αποτυπωμάτων και παρουσιάζει αρκετά μεγάλη εξέλιξη. Βασίζεται στο στοιχείο της μοναδικότητας κάθε ανθρώπινης παλάμης, ενώ χρησιμοποιούνται ειδικοί αναγνώστες για τη σάρωση του χεριού. Χρησιμοποιούνται αρκετά σε εφαρμογές ελέγχου πρόσβασης, ωρομέτρησης, καθώς και σε ειδικές εφαρμογές διαχείρισης πόρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Πανεπιστήμιο της Georgia, που χρησιμοποιεί αυτήν την τεχνολογία, ώστε να αποτρέπει τους φοιτητές να δανείζουν στους γνωστούς τους τις κάρτες γεύματος που δικαιούνται.
Η βιομετρία του ανθρώπινου οφθαλμού αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη μιας ολόκληρης κατηγορίας συσκευών, που εκμεταλλεύονται ακριβώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ίριδας ή του αμφιβληστροειδούς, για την ταυτοποίηση ενός προσώπου.
Οι συσκευές αναγνώρισης της ίριδας χρησιμοποιούν μια υπέρυθρη ακτίνα και είναι κοντινής εμβέλειας. Η εικόνα σκανάρεται και ψηφιοποιείται σε αποχρώσεις του γκρίζου χρώματος. Γενικά, η διαδικασία είναι απλή και τα πλεονεκτήματά της είναι η ακρίβεια, η ταχύτητα επεξεργασίας αλλά και ο υψηλός βαθμός ασφάλειας που παρέχει.
Αντιθέτως, η αναγνώριση μέσω αμφιβληστροειδούς, απαιτεί σε μεγαλύτερο βαθμό τη συνεργασία του χρήστη, καθώς το συγκεκριμένο όργανο είναι τοποθετημένο στο εσωτερικό του ματιού, με αποτέλεσμα η σάρωσή του να μην είναι τόσο απλή και να απαιτούνται ειδικές συνθήκες φωτισμού του ματιού, ώστε να επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και εδώ χρησιμοποιείται μια υπέρυθρη ακτίνα χαμηλής έντασης, που σαρώνει το εσωτερικό του ματιού. Η τεχνολογία αναγνώρισης μέσω αμφιβληστροειδούς, δεν έχει προχωρήσει ακόμα στον ίδιο βαθμό με εκείνη της αναγνώρισης μέσω ίριδας, αλλά διαθέτει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι είναι η πλέον ασφαλής μέθοδος. Βέβαια, υπάρχουν ερωτήματα που μένουν να απαντηθούν, σχετικά με το πόσο επηρεάζεται το δείγμα από πιθανές ασθένειες, όπως γλαύκωμα ή διαβήτης και κατά πόσο μπορούν να επηρεάσουν αυτοί οι παράγοντες τη διαδικασία ταυτοποίησης.
Μια άλλη τεχνολογία που χρησιμοποιείται στα βιομετρικά συστήματα αναγνώρισης, είναι εκείνη της αναγνώρισης φωνής, αλλά και προσώπου Τα συστήματα αναγνώρισης προσώπου σκανάρουν μέσω μιας κάμερας τη γεωμετρία του προσώπου, για να προβούν σε αυθεντικοποίηση του χρήστη. Το πρόβλημα είναι ότι μεγάλη σημασία παίζουν εξωγενείς παράγοντες, όπως ο φωτισμός και η γωνία λήψης, που πιθανό να επηρεάσουν τη διαδικασία ανάγνωσης. Οι εταιρείες κατασκευής αυτών των συστημάτων προσπαθούν να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα, με τη δημιουργία ειδικού λογισμικού που θα απομονώνει τους εξωγενείς παράγοντες. Μια άλλη ενδιαφέρουσα χρήση για τα συστήματα αναγνώρισης προσώπου είναι σε συνδυασμό με συστήματα CCTV, ώστε να είναι εφικτή η αυτόματη αναγνώριση ενός προσώπου, χωρίς να είναι υποχρεωτικό να παρακολουθεί κάποιος τα βίντεο, προκειμένου να εντοπίσει το συγκεκριμένο άτομο.
Η ταυτοποίηση προσώπων με τη χρήση της φωνής τους, έχει σχέση τόσο με φυσικά χαρακτηριστικά όσο και με στοιχεία συμπεριφοράς. Είναι άμεσα συνδεδεμένη με το γενικότερο τομέα της αναγνώρισης φωνής, που εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα χρήσεων, όπως παραδείγματος χάρη στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών ή ακόμα και των κινητών τηλεφώνων. Το πρόβλημά της είναι ότι όσον αφορά την ταυτοποίηση, δεν είναι ιδιαίτερα ακριβής, καθώς η χροιά της φωνής επηρεάζεται από πολυάριθμους παράγοντες (εξωτερικό θόρυβο, ασθένειες, επεμβάσεις στο στόμα, τραυματισμοί). Το πλεονέκτημά της είναι η ευχρηστία και το αίσθημα που δίνει στο χρήστη, ότι δεν είναι υποχρεωμένος να υποστεί μια ενδελεχή διαδικασία σάρωσης προκειμένου να ταυτοποιηθεί.
Προβληματισμοί
Οι προαναφερθείσες τεχνολογίες αποτελούν τις σημαντικότερες μεθόδους βιομετρικής αναγνώρισης. Βέβαια, όπως είναι εύλογο, δεν παρουσιάζουν όλες τον ίδιο βαθμό εξέλιξης και εμπορικής αποδοχής. Παράλληλα, είναι πολύ πιθανό στο μέλλον να αναπτυχθούν και άλλες μέθοδοι, που θα κάνουν χρήση άλλων βιομετρικών χαρακτηριστικών, που θα εξασφαλίζουν ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρήση του ανθρώπινου DNA). Όσο όμως αναπτύσσονται τα βιομετρικά συστήματα, τόσο θα εγείρονται και αντιδράσεις, καθώς πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν τη χρήση τους ως κατάφωρη παραβίαση της ιδιωτικότητας του ανθρώπου. Και εδώ είναι το καίριο θέμα, στο οποίο θα κληθούν να δώσουν λύσεις όλοι όσοι εμπλέκονται με την ανάπτυξη και χρήση αυτών των συστημάτων (κράτη, οργανισμοί, εταιρείες και φορείς). Στόχος τους πρέπει να είναι η θέσπιση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου, στο οποίο, η χρήση των βιομετρικών συστημάτων και η ενίσχυση της ασφάλειας θα ισορροπούν με την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτή τη στιγμή, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων δεν έχει εκδώσει ένα συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο που θα ρυθμίζει τις προϋποθέσεις εγκατάστασης ενός βιομετρικού συστήματος, στα πρότυπα αυτού που υπάρχει για το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης. Αυτό που είθισται στη χώρα μας από την Αρχή, είναι να εξετάζεται κάθε περίπτωση ξεχωριστά και ανάλογα με τις προϋποθέσεις που συντρέχουν, να αποφασίζεται η έγκριση ή μη ενός τέτοιου συστήματος.