Προστασία παραθύρων και ακουστικοί ανιχνευτές
Ποιος ο βαθμός χρησιμότητάς των ακουστικών ανιχνευτών και ποια τα πιθανά μειονεκτήματά τους; Ερωτήματα που ενδιαφέρουν όλους τους τεχνικούς συστημάτων συναγερμού και στα οποία το Security Manager προσπαθεί να απαντήσει στο άρθρο που ακολουθεί.
Τα ανοίγματα των παραθύρων αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική των κτιρίων – είτε αυτά προορίζονται για επαγγελματική χρήση είτε για οικιακή. Είναι αυτά που επιτρέπουν στο φυσικό φωτισμό να εισχωρεί μέσα στους εσωτερικούς χώρους, διευκολύνουν την ανανέωση του αέρα – και εκτός των αναμφισβήτητων πρακτικών χρήσεων – και από ψυχολογικής άποψης δίνουν επίσης τη δυνατότητα στους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στο κτίριο να έχουν επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον, ώστε να μην αισθάνονται απομονωμένοι.
Παρόλα αυτά, από την πλευρά της ασφάλειας, τα ανοίγματα των παραθύρων αποτελούν τα πλέον τρωτά και ευάλωτα σημεία ενός χώρου.
Συνήθως μέσω των ανοιγμάτων γίνονται οι περισσότερες διαρρήξεις, καθώς το τζάμι εξ ορισμού αποτελεί ένα υλικό που δεν χαρακτηρίζεται τόσο πολύ για την ανθεκτικότητά του σε σχέση με τα υπόλοιπα δομικά υλικά. Φυσικά και εδώ η τεχνολογία έχει κάνει προόδους, καθώς έχουν παρουσιαστεί πλέον είδη υαλοπινάκων με πολύ μεγάλη ανθεκτικότητα. Το πρόβλημα βέβαια είναι το κόστος τους, αλλά και η δυνατότητα εγκατάστασής τους σε μεγάλο εύρος, καθώς και το βάρος τους που είναι πολύ μεγάλο. Αυτοί είναι οι λόγοι που καθιστούν αποτρεπτική τη χρήση σε μεγάλη κλίμακα, όπως στην κάλυψη ανοιγμάτων πολυώροφων κτιρίων. Αντιθέτως, είναι ιδανικά για χρήση σε ισόγεια καταστήματα, ειδικά δε όταν αυτά παρουσιάζουν μεγάλες πιθανότητες για ενδεχόμενους βανδαλισμούς, όπως τράπεζες ή αντιπροσωπείες αυτοκινήτων. Οπότε, το πρόβλημα παραμένει. Πώς όμως μπορούν να διασφαλιστούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα ανοίγματα από πιθανές απόπειρες διάρρηξης;
Ένας συμβατικός τρόπος είναι η τοποθέτηση ειδικών μεταλλικών ρόλερς, τα οποία να καλύπτουν τα ανοίγματα κατά τις ώρες που αυξάνεται η πιθανότητα διάρρηξης ή βανδαλισμού (νυκτερινές ώρες ή αργίες). Φυσικά όμως, υπάρχει και η ηλεκτρονική προσέγγιση της προστασίας των ανοιγμάτων, με τη χρήση ειδικών ανιχνευτών. Η τεχνολογία που χρησιμοποιείται κυρίως, είναι εκείνη των ακουστικών ανιχνευτών θραύσης υαλοπινάκων.
Η τεχνολογία
Ακούγοντας το θόρυβο που παράγει ένα τζάμι όταν σπάει, μπορούμε σχεδόν αμέσως να αντιληφθούμε περί τίνος πρόκειται, μιας και αποτελεί έναν πολύ χαρακτηριστικό ήχο. Πρόκειται για μία διεργασία στον ανθρώπινο εγκέφαλο, που συνδυάζει την αντίληψη ενός τέτοιου είδους ήχου με τη συνειδητοποίηση της επικινδυνότητας που συνεπάγεται αυτός ο ήχος. Δηλαδή, διαφορετικά αντιδρούμε όταν ακούμε ένα βιβλίο να πέφτει ή όταν ακούμε δύο οχήματα να συγκρούονται. Είναι λοιπόν το επίπεδο της σωρευμένης ανθρώπινης εμπειρίας που δίνει την ικανότητα στον άνθρωπο να αντιλαμβάνεται διαφορετικούς ήχους, να τους επεξεργάζεται και εντέλει να καταλήγει σε μια τελική απόφαση. Αυτήν ακριβώς την ικανότητα προσπαθούν οι εταιρείες που κινούνται στο χώρο της ακουστικής ανίχνευσης, να την προσεγγίσουν τεχνητά. Το πλεονέκτημα της τεχνολογίας σε σχέση με τον άνθρωπο είναι ότι μπορεί να επεξεργάζεται μεγαλύτερο αριθμό δεδομένων και σε συντομότερο χρονικό διάστημα, όταν όμως έρθει η στιγμή της αιτιολογημένης λήψης μιας απόφασης βάσει δεδομένων και συνυπολογίζοντας ορισμένες αστάθμητες παραμέτρους, τότε το ανθρώπινο μυαλό υπερτερεί. Στην πράξη δηλαδή, όταν ο άνθρωπος ακούει έναν ήχο αναγνωρίζει το περιεχόμενο του ήχου και από πού προέρχεται και ανάλογα αποφασίζει, ενώ ο ανιχνευτής το μόνο που συλλαμβάνει είναι η συγκεκριμένη συχνότητα που εκπέμπει ο ήχος.
Οι ανιχνευτές ήχου πρώτης γενιάς εντόπιζαν τους ήχους που είχαν την ίδια συχνότητα με εκείνους τους θορύβους που ακούγονται όταν ένα τζάμι σπάει και στη συνέχεια έστελναν την ανάλογη ένδειξη συναγερμού. Δυστυχώς όμως, η συχνότητα του ήχου που παράγεται όταν σπάει ένα τζάμι δεν είναι ίδια σε όλες τις περιπτώσεις και αυτό πολλές φορές οδηγούσε σε λανθασμένους συναγερμούς. Με την πρόοδο των ερευνών και την πραγματοποίηση σχετικών μετρήσεων σε εργαστηριακό επίπεδο, βρέθηκε ότι όταν ένα τζάμι σπάει από μια εξωτερική επίδραση, παράγονται δύο ήχοι με διαφορετικές συχνότητες. Καταρχήν παράγεται ένας ήχος με μια χαμηλή συχνότητα, ως το αρχικό αποτέλεσμα της εξωτερικής επίδρασης. Ο ήχος αυτός ακολουθείται μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα – κυριολεκτικά αστραπιαία – από ένα δεύτερο, υψηλότερης συχνότητας, που ουσιαστικά είναι ο θόρυβος του θρυμματισμού του τζαμιού. Εάν λοιπόν και οι δύο συχνότητες εντοπίζονται με τη σωστή σειρά και εντός του καθορισμένου χρονικού διαστήματος, τότε θεωρείται ότι υπάρχει περίπτωση θραυσμένου υαλοπίνακα.
Αν και αυτή η θεωρία έδειχνε ότι θα λειτουργούσε σωστά, στην πράξη αποδείχτηκε ότι η εφαρμογή της ήταν δυσκολότερη και ορισμένες συσκευές που κατασκευάστηκαν σύμφωνα με αυτήν την αρχή λειτουργίας, δεν απόδωσαν τα αναμενόμενα. Φυσιολογικό αποτέλεσμα ήταν λοιπόν να αναπτυχθεί ένα κύμα δυσπιστίας προς τους ανιχνευτές θραύσης υαλοπινάκων, καθώς απέκτησαν τη φήμη συσκευών χαμηλής αξιοπιστίας. Ακόμα και αν στην αγορά εμφανίστηκαν και πολλές συσκευές με εξαίρετα αποτελέσματα, η ζημιά είχε γίνει και είχε πληγεί ολόκληρη η συγκεκριμένη τεχνολογία. Εκεί που κάποτε λοιπόν αποτελούσαν μία από τις πλέον διαδεδομένες λύσεις για την υλοποίηση συστημάτων συναγερμών, οδηγηθήκαμε σταδιακά σε μια μείωση της χρήσης τους. Εντούτοις, σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των ανιχνευτών αυτής της κατηγορίας λειτουργούν με πολύ καλά αποτελέσματα όσον αφορά στις δυνατότητες έγκαιρης και σωστής ανίχνευσης και όσοι μελετητές ή εγκαταστάτες αγνοούν αυτήν τη λύση, μάλλον χάνουν τη δυνατότητα μιας επιπρόσθετης δικλείδας ασφάλειας.
Η σωστή επιλογή
Το σημαντικό ερώτημα που αναδύεται λοιπόν, είναι αν οι υφιστάμενοι ανιχνευτές θραύσης υαλοπινάκων προσθέτουν κάτι ουσιαστικό στην απόδοση ενός σύγχρονου συστήματος συναγερμού. Το σίγουρο είναι ότι πλέον έχει βελτιωθεί σημαντικά η λειτουργικότητά τους και ότι μπορούν να φανούν χρήσιμοι σε συγκεκριμένες εφαρμογές. Το συγκριτικό τους πλεονέκτημα είναι ότι ειδοποιούν πριν ο διαρρήκτης εισέλθει στον προστατευόμενο χώρο. Σε περιπτώσεις επαγγελματικών κτιρίων όπου οι προδιαγραφές απαιτούν και δεύτερη γραμμή προστασίας, αυτό το πλεονέκτημα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Αλλά σε οικιακές εφαρμογές όπου η ψυχολογική παράμετρος της παραβίασης της οικίας είναι πολύ σημαντική, τότε αποτελούν μια σημαντική ενίσχυση του συστήματος ασφαλείας. Σε ένα μεγάλο κτίριο γραφείων ή σε ένα κατάστημα όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι κατά τις επικίνδυνες ώρες αλλά μόνο εκπαιδευμένοι φύλακες ή επιτηρούνται από εταιρείες security και παράλληλα υπάρχουν συστήματα συναγερμού που ειδοποιούν και την αστυνομία σε περίπτωση διείσδυσης κάποιου μέσα στο χώρο, μπορεί κάποιος να παραβλέψει τη χρησιμότητά τους. Όμως, σε σπίτια όπου σε καμία περίπτωση οι ένοικοι της οικίας δεν θέλουν κάποιος διαρρήκτης να εισχωρήσει μέσα στον ιδιωτικό τους χώρο – ακόμα και αν μέσα υπάρχουν και άλλοι ανιχνευτές που θα ενεργοποιήσουν το σύστημα συναγερμού – τότε ο ρόλος τους είναι σημαντικότατος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ακόμα και ένας λανθασμένος συναγερμός είναι προτιμότερος από το να βρεθεί κάποιος απέναντι σε ένα διαρρήκτη μέσα στο σπίτι του.
Καταλήγοντας, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι ακουστικοί ανιχνευτές θραύσης προσφέρουν ένα πρόσθετο επίπεδο ασφάλειας. Οι αδυναμίες του παρελθόντος έχουν εξαλειφθεί και τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά είναι σε πολύ υψηλό βαθμό αποτελεσματικά. Έγκειται πλέον στους εγκαταστάτες συστημάτων συναγερμού και στους μελετητές, σε συνεργασία με τους τελικούς χρήστες, να προσδιορίσουν τι ακριβώς επιθυμούν από το σύστημα συναγερμού και αναλόγως να πράξουν και να εξοπλίσουν το σύστημα με τους απαραίτητους ανιχνευτές.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ