Επιλογή Συναγερμού: Μια δύσκολη απόφαση
Σκοπός ενός συστήματος συναγερμού, είναι η προστασία των κτιρίων από παράνομες εισβολές και κατ επέκταση κλοπές. Η σωστή κατασκευή, αλλά και ο σχεδιασμός από πλευράς της εταιρίας, που θα εγκαταστήσει και θα αναλάβει την παρακολούθηση του συστήματος, είναι οι βασικές παράμετροι αποτελεσματικότητάς του.
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται και στην Ελλάδα μια αυξητική τάση στο δείκτη εγκληματικότητας.
Τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα όσο και σε μικρότερους οικισμούς, στην επαρχία ή και στα περίχωρα των πόλεων, έχει αρχίσει να διεισδύει ανάμεσα στους κατοίκους, το αίσθημα της ανασφάλειας τόσο για τη σωματική ακεραιότητά τους όσο και για τη διαφύλαξη της υλικής περιουσίας τους. Οι διαρρήκτες συνεχώς αποθρασύνονται και δεν διστάζουν να διεισδύουν ακόμα και σε σπίτια, μέσα στα οποία βρίσκονται οι ένοικοί τους, στην προσπάθειά τους για περισσότερο και εύκολο κέρδος. Ιδανικό στόχο αποτελούν οι οικίες, που για κάποιο χρονικό διάστημα είναι ακατοίκητες – παραδείγματος χάρη, λόγω των θερινών διακοπών – και στις οποίες, ο επίδοξος διαρρήκτης έχει όλο το χρόνο και την άνεση να υφαρπάξει τις ξένες περιουσίες, χωρίς να διακινδυνεύει κάποια απρόβλεπτη και τυχαία συνάντηση με τους ανθρώπους που κατοικούν στο σπίτι.
Η προστασία ενός σπιτιού απέναντι σε προσπάθειες διάρρηξης, δεν είναι απλή υπόθεση. Ο βαθμός αποτελεσματικότητας αυξάνεται όταν υπάρχει μια καλά σχεδιασμένη μελέτη, που θα πρέπει να συνυπολογίζει όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό ενδεχομένων και να διαθέτει ένα συνδυασμό μέτρων ασφάλειας, ούτως ώστε να υπάρχει μια δικλείδα προστασίας, στην περίπτωση που υπάρξει αστοχία ενός εκ των συστημάτων.
Η ύπαρξη συστημάτων ασφαλείας, καταρχήν, λειτουργεί αποτρεπτικά. Δηλαδή, είναι σίγουρο ότι ένα εντελώς απροστάτευτο σπίτι αποτελεί μαγνήτη για ένα διαρρήκτη, σε αντίθεση με μια οικία, που διαθέτει ένα σύστημα συναγερμού και το οποίο μόνο με την ύπαρξή του θα προβληματίσει τον υποψήφιο διαρρήκτη.
Η επιλογή ενός συστήματος συναγερμού, αναμφισβήτητα δεν είναι μια απλή και μονοσήμαντη υπόθεση. Πριν την οποιαδήποτε αγορά, χρειάζεται να γίνει μια έρευνα αγοράς και να εξετασθούν αρκετές εναλλακτικές λύσεις. ¶λλωστε, σήμερα διατίθεται και στην ελληνική αγορά πληθώρα διαφορετικών προτάσεων, που καλύπτουν όλες τις απαιτήσεις και μπορούν να δώσουν μια αξιόπιστη λύση στο θέμα της οικιακής ασφάλειας.
Ξεκινώντας από τα "Do it yourself" συστήματα, που απευθύνονται στους εραστές της ηλεκτρονικής και προϋποθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις και ένα σημαντικό βαθμό δεξιότητας από πλευράς του αγοραστή και φθάνοντας μέχρι τα ολοκληρωμένα συστήματα ασφαλείας, που εγκαθίστανται μόνο από ειδικευμένους αδειούχους τεχνικούς.
Αναμφίβολα, για όποιον επιθυμεί να θωρακίσει το σπίτι με ένα αξιόπιστο σύστημα ασφαλείας, η μόνη λύση είναι να απευθυνθεί σε ειδικούς τεχνικούς με την απαραίτητη πιστοποίηση και οι οποίοι θα εγκαταστήσουν βάσει μελέτης ένα αξιόπιστο σύστημα συναγερμού. Οπότε, η όσο το δυνατόν καλύτερη γνώση των κριτηρίων επιλογής ενός συναγερμού, είναι υποχρέωση όλων των εγκαταστατών, καθώς σε αυτούς θα απευθυνθούν οι καταναλωτές. Θα πρέπει να είναι λοιπόν σε θέση να δώσουν τις κατάλληλες συμβουλές, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης.
Τεχνολογία
Ένα ολοκληρωμένο σύστημα συναγερμού αποτελείται από τα εξής στοιχεία: την κεντρική μονάδα ελέγχου (πίνακας συναγερμού), τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς αισθητήρες, τις συσκευές σήμανσης ή συναγερμού και τις συσκευές επικοινωνίας για τη μετάδοση του σήματος σε ειδικά κέντρα λήψης (ΚΛΣ-Κέντρο Λήψης Σημάτων).
Η κεντρική μονάδα ελέγχου είναι η καρδιά όλου του συστήματος. Σε αυτήν τη συσκευή συνδέονται -ενσύρματα ή και ασύρματα- όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, όπως οι αισθητήρες, οι συσκευές συναγερμού και οι κάρτες επικοινωνίας. Αποτελεί το μέσο που λαμβάνει τα σήματα από τους αισθητήρες, κάνει καταγραφή των συμβάντων και στη συνέχεια ενεργοποιεί τις συσκευές συναγερμού και μεταδίδει τηλεφωνικά τα σήματα, ανάλογα βέβαια και με τον προγραμματισμό της από το χειριστή του συστήματος.
Σήμερα, στην αγορά υπάρχουν πολυάριθμοι και διαφορετικοί τύποι κεντρικών μονάδων, που διαχωρίζονται βάσει των δυνατοτήτων τους. Όμως, η βασική αρχή κατασκευής τους είναι σε γενικές γραμμές η ίδια. Αποτελούνται από ένα εξωτερικό κουτί, ένα μετασχηματιστή για την ηλεκτρική τροφοδοσία του συστήματος με 6 ή 12 Volt DC, μια μπαταρία που αποτελεί την εφεδρική ηλεκτρική παροχή σε περίπτωση εσκεμμένης ή όχι διακοπής του ρεύματος και ένα πληκτρολόγιο, το οποίο μπορεί και να αντικατασταθεί με διακόπτη-κλειδαριά (keyswitch) ή και τηλεχειρισμό.
Η πληθώρα των συσκευών που κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά, κάνει δύσκολη την επιλογή. Όμως, τα ελάχιστα βασικά χαρακτηριστικά μιας κεντρικής μονάδας που θα μπορεί να ανταποκριθεί στις τυπικές προδιαγραφές ενός αξιόπιστου συστήματος συναγερμού, είναι τα ακόλουθα: Καταρχήν, το τροφοδοτικό της μονάδας θα πρέπει να είναι σε θέση να αντέχει ρεύματα έντασης τουλάχιστον 2A για την ομαλή διαχείριση όλων των φορτίων του συστήματος. Η κεντρική μονάδα πρέπει να διαθέτει ενδείξεις της κατάστασης των μπαταριών, ώστε να είναι εφικτή ανά κάθε στιγμή η παρακολούθησή τους και να γίνεται η αντικατάστασή τους ή η επαναφόρτισή τους, πριν ολοκληρωθεί ο κύκλος ζωής τους.
Μια σύγχρονη συσκευή θα πρέπει να υποστηρίζει τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές ζώνες, ενώ άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η ύπαρξη ρυθμιζόμενης χρονοκαθυστέρησης, ώστε να υπάρχει το κατάλληλο χρονικό περιθώριο για την είσοδο ή έξοδο από το χώρο που προστατεύεται. Ένα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του συστήματος συναγερμού είναι ότι η τροφοδοσία με 230/400 Volt AC θα πρέπει να γίνεται από ανεξάρτητη γραμμή, στην οποία δεν θα συνδέονται άλλες καταναλώσεις.
Τηλεειδοποίηση και Κέντρα Λήψης Σημάτων
Ο πίνακας ελέγχου θα πρέπει να διαθέτει ή τουλάχιστον να είναι σε θέση να συνδεθεί με ειδικό κωδικοποιητή, που θα αναλαμβάνει την τηλεφωνική μετάδοση του σήματος συναγερμού στα ειδικά κέντρα λήψης σημάτων. Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά που οφείλει να διαθέτει ένα Κέντρο Λήψης Σημάτων, ώστε να ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν καλύτερα στο ρόλο του; Ο κος Παναγιώτης Ιωαννίδης της εταιρείας συστημάτων ασφαλείας Spartan, καταθέτει την άποψή του ως ειδικού στο χώρο, για τις προδιαγραφές ενός αποτελεσματικού Κέντρου Λήψης Σημάτων.
«Οι τυπικές προϋποθέσεις τηρούνται σίγουρα από την πλειοψηφία των ΚΛΣ. Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις όμως, είναι αυτές που ικανοποιούν ή προβληματίζουν το λήπτη της υπηρεσίας. Λήπτης της υπηρεσίας είναι ο ιδιώτης, αλλά το κρισιμότερο βάρος και ευθύνη αξιολόγησης της παρεχόμενης υπηρεσίας έχει ο εγκαταστάτης συστημάτων ασφαλείας, του οποίου διακυβεύεται η φήμη και η αξιοπιστία».
Ιδιαίτερη σημασία, σύμφωνα με τον κο Ιωαννίδη έχουν οι συνθήκες λειτουργίας των ΚΛΣ.
«Απαιτούνται άρτιες τεχνικά κτιριακές εγκαταστάσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν αδιάλειπτη λειτουργία του κτιρίου- κέντρου λήψης σημάτων, άρα και αδιάλειπτη επιτήρηση του προστατευόμενου κτιρίου. Ένα σύστημα UPS και ένα ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος με ενεργοποιημένο σύστημα αυτόματης μεταγωγής, είναι αυτονόητα. Γενικά, οι κτιριακές εγκαταστάσεις ενός κεντρικού σταθμού οφείλουν να ελαχιστοποιούν τις απειλές από πυρκαγιές, πλημμύρες ή άλλα συμβάντα, τα οποία παρεμποδίζουν ή διακόπτουν την 24ωρη λειτουργία τους. Δυστυχώς, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο λήψης και επεξεργασίας σημάτων από χειριστές, στο σπίτι τους, μέθοδος που εξυπηρετεί μεν τους εργαζομένους και μειώνει τα κόστη του εργοδότη, αλλά παρουσιάζει κινδύνους εκτός από τους παραπάνω. Πιθανή είναι η διακοπή της σύνδεσης με τον προστατευόμενο χώρο είτε λόγω των δικτύων τηλεπικοινωνίας μεταξύ ΚΛΣ και χειριστή είτε λόγω διακοπής παροχής ηλεκτρικού ρεύματος είτε ακόμα λόγω εμπλοκής μίας τηλεφωνικής γραμμής, ακόμα και με την απρόσμενη «άρνηση» λειτουργίας ενός φορητού οικιακού υπολογιστή. Επιπλέον, σε παρόμοιες συνθήκες, ακόμα και με ελαχιστοποίηση όλων των παραπάνω πιθανοτήτων, δεν υπάρχει ο ικανοποιητικός εσωτερικός έλεγχος του εργαζόμενου, ο οποίος γίνεται βέβαια για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του καταναλωτή. Η ικανότητα αντιμετώπισης προβλημάτων λειτουργίας συσκευών, θα βαθμολογηθεί με άριστα όταν υπάρχουν εφεδρικές κονσόλες λήψης σημάτων και όταν έχουν εγκατασταθεί αντίστοιχες εφεδρείες σε μηχανογραφικό εξοπλισμό εξυπηρετητών. Η πιο ασφαλής πρακτική είναι αυτή των mirror servers σε συστοιχία δίσκων».
¶λλο ένα σημαντικό στοιχείο, στο οποίο δίνει ιδιαίτερη έμφαση ο κ. Ιωαννίδης είναι η τηλεπικοινωνιακή χωρητικότητα εισόδου- εξόδου, καθώς και το λογισμικό που χρησιμοποιείται. «Για να αξιοποιούνται τα εισερχόμενα σήματα χρειάζεται ικανός αριθμός και χωρητικότητα δικτύων επικοινωνίας. Στην αντίθετη περίπτωση, έχουμε "μπλοκάρισμα" πριν την αποκωδικοποίηση και την επεξεργασία, με αποτέλεσμα την απώλεια ή στην καλύτερη περίπτωση, την καθυστέρηση της αξιοποίησης ενός σήματος. Για περιορισμό των πάγιων τηλεπικοινωνιακών τελών της επιχείρησης έχει αγοραστεί μικρός αριθμός τηλεφωνικών γραμμών, οπότε παρατηρείται το φαινόμενο της εμπλοκής ή της καθυστέρησης. Αντίστοιχα είναι τα απαιτούμενα δεδομένα για τις εξερχόμενες τηλεφωνικές κλήσεις, οι οποίες πρέπει να καταγράφονται.
Τα χρησιμοποιούμενα πρωτόκολλα επικοινωνίας πρέπει να πληρούν τις προδιαγραφές σημειακής περιγραφής ζώνης συναγερμού. Το πλέον αναλυτικό και γρήγορο πρωτόκολλο είναι το contact id, το οποίο πρακτικά έχει ελαχιστοποιήσει τη χρήση άλλων λιγότερο γρήγορων φορμά. Επιπλέον, το συγκεκριμένο πρωτόκολλο επικοινωνίας είναι το μόνο, το οποίο επιτρέπει τη σύνδεση με πολλαπλές αισθητήριες συσκευές και τη λήψη σημάτων όπως πλημμύρα, διαρροή αερίου, αφόπλιση υπό απειλή, δολιοφθορά, χωρίς παρέμβαση στον προγραμματισμό.
Αφού οι παραπάνω συνθήκες έχουν διασφαλιστεί, κρίνουμε απαραίτητο ένα λογισμικό διαχείρισης εισερχομένων σημάτων, εγκατεστημένο σε λειτουργικό σύστημα σταθερό και αξιόπιστο, με ουσιαστικό χαρακτηριστικό τη μηδενική ανοχή σε σφάλματα. Το λογισμικό πρέπει να είναι παραμετροποιημένο και ανοιχτό, κατασκευασμένο βάσει των αναγκών μιας τέτοιας χρήσης και όχι μια γενική εφαρμογή επικοινωνίας. Καθημερινά, θα πρέπει να βοηθά το χειριστή να ανταποκριθεί όχι μόνο με ταχύτατους χειρισμούς, αλλά και με αξιόπιστους. Πολύ συχνά παρατηρείται ο προσανατολισμός ενός τέτοιου προγράμματος σε εμπορικές και εισπρακτικές διαδικασίες πελατειακού τύπου, με αναπόφευκτη χαλάρωση στη λήψη και επεξεργασία σημάτων. Ιδανική θεωρείται η ανεξάρτητη αρχιτεκτονική δομή της επεξεργασίας σημάτων και της εμπορικής διαχείρισης. Η 24ωρη τεχνική υποστήριξη από εξειδικευμένο επιστήμονα, επισφραγίζει τη συνεχή συνεργασία hardware και software, ενώ αποκτά ιδιαίτερη σημασία το τμήμα συντήρησης να είναι ενσωματωμένο στην ίδια την εταιρία».
Και φυσικά, την τεχνική υποδομή πρέπει να συμπληρώνει και ένα κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, το οποίο να καθοδηγείται από ένα σωστό και επαγγελματικό πλαίσιο εταιρικών αρχών. «Οι έμπειροι χειριστές αποτελούν σημείο κλειδί για την τελική ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας. Η εκπαίδευσή τους πρέπει να είναι τόση, όση επιβάλλει η πολυπλοκότητα του έργου τους και όχι η ελάχιστη δυνατή για να «κάνουν ένα τηλέφωνο». Ο απαιτούμενος αριθμός εργαζομένων ανά βάρδια, βελτιώνει σημαντικά το χρόνο απόκρισης, αλλά και τον επιμερισμό καθηκόντων και την ομαλή ροή της εργασίας, ώστε η συνολική ποιότητα της υπηρεσίας να παραμένει υψηλή. Η αποκωδικοποίηση ενός ληφθέντος σήματος και η ιεράρχησή του, δεν γίνεται μόνο από τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό, αλλά από το χειριστή, ο οποίος πρέπει να έχει χρόνο και ηθικό για να αντιμετωπίσει επείγουσες και κρίσιμες συνθήκες.
Η φιλοσοφία και ο προσανατολισμός της επιχείρησης ενός κέντρου λήψης σημάτων, πιθανόν να έχουν την πιο σημαντική σημασία για το συνδρομητή ή τον εγκαταστάτη, καθώς η απότομη εμπορική ανάπτυξη ή η ενασχόληση σε παράπλευρες δραστηριότητες, μοιραία θα αποφέρουν ανάσχεση. Όσο η γνώση κερδίζει σε έδαφος, τόσο χάνει σε βάθος. Η επιλογή μίας εταιρίας, η οποία εξειδικεύεται σε έναν τομέα, είναι βέβαιο ότι είναι καλύτερη από μία άλλη, η οποία δραστηριοποιείται με επιτυχία σε πολλούς. Για τους επαγγελματίες του κλάδου μας, πιστεύουμε ότι ο προσανατολισμός ενός ΚΛΣ επιβάλλεται να είναι υποστηρικτικός και εξυπηρετικός προς αυτούς και ταχύς προς τους πελάτες τους.»
Τελικά δηλαδή, η θέληση του επιχειρηματία είναι αυτή που καθορίζει τα πάντα. Η ανάγκη για υψηλά έσοδα με ταυτόχρονα χαμηλές δαπάνες υποβιβάζει την ποιότητα της υπηρεσίας και αποκλίνει από τους στόχους της επιχείρησης. Είναι το γνωστό και μη εξαιρετέο φαινόμενο της Ελληνικής οικονομίας. Βέβαια δεν είναι δυνατό ο κάθε καταναλωτής να γνωρίζει ή να ελέγχει τις προτεραιότητες και τους οικονομικούς στόχους κάθε επιχειρηματία για να αναθέσει την εποπτεία της περιουσίας του. Η πολύχρονη εμπειρία μιας εταιρίας που έχει ξεπεράσει τις παιδικές ασθένειες και που διαθέτει υγιή οικονομικά είναι, σε όλους τους κλάδους της παροχής υπηρεσιών, τα πιο ασφαλή κριτήρια επιλογής ενός προμηθευτή ή ενός συνεργάτη.
Επι του πρακτέου, καταλήγει ο κος Ιωαννίδης κανένας δεν την δυνατότητα να αξιολογήσει τις παραπάνω παραμέτρους με λεπτομέρεια και ενδελέχεια. Εν κατακλείδι, θα πρέπει να επιλέγουμε με αιχμή του δόρατος την εξειδίκευση και την φιλοσοφία μιας υγιούς επιχείρησης, αφού η αρτιότητα του εξοπλισμού είναι πολύ υψηλή σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου.
Είσοδοι- έξοδοι του συστήματος
Εκτός όμως από την κεντρική μονάδα ελέγχου του συστήματος, υπάρχουν και οι είσοδοι στις οποίες συνδέονται οι αισθητήρες και ανιχνευτές, καθώς και οι έξοδοι μέσω των οποίων συνδέονται οι σειρήνες και τα άλλα όργανα, που προειδοποιούν για πιθανή εισβολή στο χώρο. Οι αισθητήρες που αποτελούν τις εισόδους του συστήματος συναγερμού και είναι από τα πιο σημαντικά στοιχεία τους, έχουν αναλυθεί εκτενώς σε άρθρα στα δύο προηγούμενα τεύχη του Security Manager.
Οι σειρήνες και οι άλλες συσκευές ένδειξης (όπως προβολείς) συναγερμών συνδέονται στις εξόδους του συστήματος. Αποτελούν, ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο των συστημάτων συναγερμού, καθώς είναι το μέσο με το οποίο επισημαίνεται ότι υπάρχει πρόβλημα ασφάλειας και κάποιος έχει διεισδύσει στον προστατευόμενο χώρο. Συνήθως, χρησιμοποιούνται τουλάχιστον δύο σειρήνες: η μία τοποθετείται εσωτερικά και η άλλη στον εξωτερικό χώρο. Η επιλογή του σημείου που θα τοποθετηθεί η εξωτερική σειρήνα είναι ιδιαίτερης σημασίας, καθώς αποτελεί το μόνο σημείο του συστήματος που είναι εκτεθειμένο. Συνιστάται να τοποθετείται σε σημεία μεγάλου ύψους, ώστε να εξασφαλίζεται ο συνδυασμός της μέγιστης ορατότητας και του μικρότερου βαθμού προσβασιμότητας. Η ορατότητα της σειρήνας από τους περαστικούς, είναι βασικό στοιχείο για την ενίσχυση της ασφάλειας του σπιτιού, καθώς λειτουργεί αποτρεπτικά σε επίδοξους διαρρήκτες. Στο πλαίσιο αυτής της αποτρεπτικής τακτικής, πολλοί είναι οι εγκαταστάτες συναγερμών που τοποθετούν και μια παραπλανητική ψεύτικη σειρήνα. Με αυτόν τον τρόπο, αποθαρρύνονται μεν όλοι οι «ερασιτέχνες» διαρρήκτες, αλλά προστατεύεται και η πραγματική σειρήνα από όσους έχουν την τεχνογνωσία για την απενεργοποίησή της.
Σημαντικός είναι και ο ρόλος της εσωτερικής σειρήνας, που στόχος της είναι να διαταράξει και να πανικοβάλλει το διαρρήκτη και να τον παρεμποδίσει το μέγιστο δυνατό, στο έργο του. Οπότε, τα κριτήρια για την επιλογή του σημείου τοποθέτησής της, είναι εντελώς αντιδιαμετρικά σε σχέση με εκείνα που λαμβάνονται υπόψη για την τοποθέτηση των εξωτερικών σειρήνων. Θα πρέπει δηλαδή να τοποθετηθεί σε ένα σημείο που να μη διακρίνεται, ώστε να είναι δύσκολος ο εντοπισμός της.
Σε μία εκ των εισόδων του συστήματος συναγερμού θα πρέπει να συνδεθεί και ένα κομβίο πανικού. Πρόκειται για ένα μπουτόν, που μπορεί να τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία του χώρου και με το πάτημά του ενεργοποιείται αμέσως ο συναγερμός. Τα μπουτόν πανικού χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα σε επαγγελματικούς χώρους, όπου υπάρχει μεγάλη προσέλευση κοινού και είναι δύσκολος ο έλεγχος της ταυτότητας των ανθρώπων που εισέρχονται.
Ασύρματα συστήματα
Μια άλλη τεχνολογία συστημάτων ασφαλείας είναι εκείνα, τα οποία δεν χρειάζονται καλώδια για τη διασύνδεση μεταξύ των διάφορων στοιχείων, δηλαδή τον πίνακα συναγερμού, τους αισθητήρες και τις σειρήνες. Τα στοιχεία του συστήματος επικοινωνούν μεταξύ τους με τη χρήση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, σε συχνότητες που μεταβάλλονται πολύ συχνά, ώστε να είναι πολύ δύσκολο για κάποιον τρίτο να υποκλέψει τη συχνότητα του συστήματος και στη συνέχεια να το παραβιάσει. Αποτελούν πολύ καλή λύση για χώρους, στους οποίους για κάποιο λόγο δεν μπορούν να περαστούν τα καλώδια, που απαιτούνται για τα ενσύρματα συστήματα. Το πιο σημαντικό μειονέκτημά τους είναι το υψηλό κόστος, το οποίο, συγκρινόμενο με τα ενσύρματα, τα καθιστά ασύμφορα, ειδικά σήμερα όπου σε όλες τις νέες κατασκευές προβλέπεται από τη μελέτη να προεγκαθίστανται και τα καλώδια συναγερμού στη φάση της κατασκευής.
Περιμετρική ή εσωτερική προστασία;
Ένα δίλημμα που εγείρεται, είναι εάν το σύστημα θα παρέχει περιμετρική προστασία ή θα είναι αποκλειστικά εσωτερικού τύπου. Αναμφισβήτητα, για μονοκατοικίες, η λύση που ενδείκνυται είναι η κατηγορία συστημάτων περιμετρικής προστασίας, καθώς εμποδίζουν το διαρρήκτη να διεισδύσει μέσα στο χώρο της οικίας.
Τα συστήματα εσωτερικής προστασίας παρουσιάζουν δύο προβλήματα, που προέρχονται από την αρχή λειτουργίας τους. Καταρχήν, επιτρέπουν στο διαρρήκτη να διεισδύσει στο σπίτι, πριν ενεργοποιηθεί ο συναγερμός και προφανώς, όταν υπάρχουν ένοικοι μέσα, αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες για ενδεχόμενη συνάντηση μεταξύ αυτών και των διαρρηκτών, με απροσδιόριστες επιπτώσεις. Επιπροσθέτως, ο τρόπος κατασκευής αυτών των συστημάτων είναι πιθανό να δημιουργεί προβλήματα και στη φυσιολογική ζωή των κατοίκων του σπιτιού, καθώς με μια κίνηση ή ενέργειά τους μπορούν να τον ενεργοποιήσουν κατά λάθος.
Την καλύτερη δυνατή προστασία βέβαια, μπορεί να την εξασφαλίζει ένας συνδυασμός ενός συστήματος περιμετρικής προστασίας με εσωτερικούς αισθητήρες, οι οποίοι να έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν μια αυτονομία σε σχέση με τους περιμετρικούς αισθητήρες. Από τη στιγμή που κανένα σύστημα δεν είναι εντελώς αδιαπέραστο, ο συγκεκριμένος συνδυασμός εξωτερικών και εσωτερικών αισθητήρων παρέχει μια επιπρόσθετη δικλείδα ασφαλείας, στην περίπτωση που κάποιος καταφέρει να διεισδύσει στον εσωτερικό χώρο. Επιπλέον, εκτός της αυξημένης ασφάλειας, δίνει τη δυνατότητα στο σχεδιαστή του συστήματος να μειώσει την έκταση που θα καταλαμβάνει το σύστημα περιμετρικής προστασίας, εστιάζοντας μόνο σε ορισμένα «επικίνδυνα σημεία», με αποτέλεσμα και τη μείωση του συνολικού κόστους που θα απαιτούνταν για την υλοποίηση ενός συστήματος πλήρους περιμετρικής προστασίας. .
Εν κατακλείδι
Η διορατική μελέτη και η σωστή υλοποίησή της, είναι εκείνες που καθορίζουν τη σωστή λειτουργία ενός συστήματος ασφάλειας. Ένα ακριβό σύστημα, που δεν είναι καλά σχεδιασμένο, είναι πιθανό την κρίσιμη στιγμή να αποκαλύψει τις εγγενείς αδυναμίες του, επιτρέποντας την παραβίαση του χώρου, που υποτίθεται ότι προστατεύει. Καθοριστικό ρόλο παίζει η σωστή χαρτογράφηση του χώρου, ώστε να εντοπιστούν τα αδύνατα σημεία και να προστατευτούν κατάλληλα. Κάθε εφαρμογή έχει τις δικές της απαιτήσεις και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ακολουθείται η διαδικασία της τυποποιημένης εγκατάστασης ενός συστήματος συναγερμού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες του χώρου. Καθώς στην εποχή μας, η ασφάλεια αποτελεί ένα κοινωνικό αγαθό, όλοι οι εμπλεκόμενοι στο χώρο οφείλουν να δείξουν ιδιαίτερη μέριμνα, ώστε να παρέχουν υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών.