Αίτιο & Αποτέλεσμα: Η αρχή που αναθεωρεί το ρόλο των CCTV
Οι νέες τεχνολογίες που ενσωματώνονται στα συστήματα επιτήρησης μέσω video, επιτρέπουν μια νέα προσέγγιση αναφορικά με την αξιοποίησή τους, η οποία ενισχύει σε σημαντικό βαθμό την πτυχή της πρόληψης και αποτροπής συμβάντων μέσω ειδοποιήσεων.
Μία αντίληψη που κάποιοι έχουν για τα συστήματα CCTV είναι ότι επιτελούν κυρίως ρόλο παθητικό όσον αφορά στην ασφάλεια. Δηλαδή ότι δεν μπορούν να λειτουργήσουν προληπτικά, αλλά απλώς χρησιμεύουν σαν ένα εργαλείο εξέτασης ενός συμβάντος όταν αυτό έχει συμβεί. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, μπορούν να συμβάλουν στη διερεύνηση ενός γεγονότος και να βοηθήσουν στην απόδοση ευθυνών αλλά και στην εύρεση των αιτίων που οδήγησαν σε αυτό το συμβάν, ώστε στο μέλλον να μπορεί να αποφευχθεί η επανάληψη των ίδιων λαθών. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι αυτή είναι η μία πτυχή της χρησιμότητας των συστημάτων επιτήρησης. Όμως τα συστήματα CCTV, ειδικά με τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες, έχουν και μια άλλη πλευρά. Μια πλευρά που έχει να κάνει με την πρόληψη ενός συμβάντος ή την αποτροπή του. Οπότε ας μην παρασυρόμαστε και αναδεικνύουμε μόνο το διερευνητικό χαρακτήρα των συστημάτων, επισκιάζοντας τις μεγάλες προληπτικές δυνατότητές τους. Ούτως ή άλλως, η διαχείριση των συναγερμών αποτελεί έναν τεράστιο τομέα με ποικίλες εφαρμογές. Ξεκινώντας από το απλό στοιχειώδες σύστημα συναγερμού όπου υπάρχει ενημέρωση μέσω ενός σήματος ότι κάτι έχει συμβεί και καταλήγοντας σε πολυδιάστατες εφαρμογές με διαφορετικά επίπεδα αντίδρασης, τα οποία ενεργοποιούνται βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων και ύστερα από επεξεργασία από "έξυπνα λογισμικά". Πλέον ένα σύγχρονο σύστημα επιτήρησης με νέες τεχνολογίες, όχι μόνο ενισχύει το ρόλο του ως αποτρεπτικό – προληπτικό σύστημα, αλλά επιτρέπει και την υλοποίηση εξελιγμένων εφαρμογών με λειτουργίες που αναβαθμίζουν στο μέγιστο την αποτελεσματικότητά του.
Είναι λοιπόν η εξέλιξη των τεχνολογικών δυνατοτήτων εκείνη που μας επιτρέπει να αναθεωρήσουμε εντελώς την προσέγγιση με την οποία μέχρι σήμερα αντιμετωπίζαμε τις λειτουργίες ειδοποίησης και συναγερμού στα συστήματα επιτήρησης. Μπορούμε πλέον να αποδώσουμε τον επιθυμητό τρόπο λειτουργίας τους, χρησιμοποιώντας την αρχή του "αίτιου και του αποτελέσματος". Σύμφωνα με αυτήν την αρχή, το συμβάν (το αίτιο) ενεργοποιεί ένα δεύτερο συμβάν (το αποτέλεσμα).
Το αίτιο
Προκειμένου να γίνει οποιοδήποτε είδος ενέργειας στο πλαίσιο ενός συστήματος αντίδρασης που ενεργοποιείται μέσω συμβάντων, θα πρέπει πρώτα το σύστημα να μπορεί να ανιχνεύσει το αρχικό συμβάν. Δηλαδή να εντοπίσει το αίτιο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί από τα σύγχρονα συστήματα επιτήρησης, με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Η πιο διαδεδομένη μέθοδος είναι η χρήση ανιχνευτών κίνησης. Εντούτοις, οποιαδήποτε συσκευή μπορεί να αντιληφθεί μια διαφορά κατάστασης, μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο ενεργοποίησης. Οι ανιχνευτές κίνησης μπορούν να αντιληφθούν μία κίνηση σε μία επιτηρούμενη περιοχή είτε αναλύοντας το χώρο και αναζητώντας σημάδια ανθρώπινης δραστηριότητας είτε ελέγχοντας την περιοχή μεταξύ δύο σημείων και εντοπίζοντας κάποιον που προσπαθεί να διαπεράσει αυτήν τη γραμμή (αυτό γίνεται παραδείγματος χάρη, στα συστήματα περιμετρικής προστασίας).
Όμως οι αισθητήρες κίνησης, όπως άλλωστε επισημάναμε και προηγουμένως, δεν αποτελούν τη μοναδική επιλογή ως μέσο ενεργοποίησης ενός συστήματος CCTV. Στη θέση τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανιχνευτές υγρασίας, θερμοκρασίας, καπνού, μαγνητικές επαφές, ακόμα και συσκευές που χρησιμοποιούνται σκόπιμα, όπως μπουτόν πανικού, κουδούνι πόρτας, σύστημα ενδοεπικοινωνίας κ.ά. Όλα αυτά τα μέσα μπορούν να συνδεθούν στις εισόδους ενός συστήματος CCTV και να δίνουν το ανάλογο σήμα ενεργοποίησης.
Με τη χρήση όλων αυτών των μέσων μπορούμε πλέον να ξεφύγουμε από τη συμβατική προσέγγιση ότι οι είσοδοι σημάτων συναγερμών μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο για την πρόκληση συναγερμών. Μας δίνεται η δυνατότητα μιας πολυδιάστατης χρήσης του συστήματος, που θα μας βοηθήσει στην καλύτερη διαχείριση μιας εγκατάστασης (site management), χωρίς να περιοριζόμαστε αποκλειστικά στον τομέα της ασφάλειας. Οι νέες εφαρμογές μπορούν πλέον να διασυνδεθούν και με σημεία νευραλγικού ενδιαφέροντος, όπως συσκευές POS σε καταστήματα λιανικής, ΑΤΜ σε τραπεζικούς χώρους και συστήματα εισαγωγής δεδομένων σε χώρους logistics. Τα σήματα από αυτά τα σημεία δεν θα καταγράφονται μόνο σε βίντεο, αλλά θα αποτελούν και αιτίες ενεργοποίησης του συστήματος.
Για παράδειγμα, αν κάποιος προσπαθούσε να προβεί σε μια παράνομη ενέργεια σε ένα ATM, η δυνατότητα που είχαμε μέχρι σήμερα ήταν αφού αντιληφθούμε την πράξη, τότε μέσω του συστήματος του CCTV να διερευνήσουμε το συμβάν. Σκοπός της νέας προσέγγισης είναι με την ανίχνευση κάποιας ύποπτης πράξης στο ATM, έστω μιας κίνησης που δεν είναι συνηθισμένη, να ενεργοποιείται το σύστημα και οι κάμερες να εστιάζουν στο πρόσωπο του υπόπτου. Αμέσως οι χειριστές θα έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν ότι κάτι συμβαίνει και να προβούν στις ανάλογες ενέργειες.
Ανίχνευση μέσω ανάλυσης βίντεο
Σε αυτήν τη νέα προσέγγιση έχουμε και μια άλλη σημαντική αλλαγή. Μέχρι τώρα, σαν σημεία ενεργοποίησης του συστήματος CCTV χρησιμοποιούσαμε κάποιους εξωτερικούς ανιχνευτές. Είτε αυτοί ήταν ανιχνευτές κίνησης είτε θερμοκρασίας ή κάποιου άλλου φυσικού παράγοντα. Η αλλαγή έγκειται στο γεγονός ότι πλέον ως πηγή ερεθίσματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ίδια εικόνα που καταγράφεται.
Μέσω της τεχνολογίας Video Analytics ή Video Content Analysis (VCA) δίνεται η δυνατότητα επεξεργασίας των ίδιων των δεδομένων που περιέχονται μέσα στην εικόνα. Δηλαδή, αν υπάρχει μια ξαφνική αλλαγή πορείας ενός οχήματος ή ένας άνθρωπος κατευθύνεται αντίθετα προς τη συνηθισμένη ροή, τότε αυτή η πληροφορία πλέον είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως μέσο ερεθίσματος του συστήματος.
Οι ανιχνευτές κίνησης που χρησιμοποιούνταν ως επί το πλείστον μέχρι σήμερα, απλώς πληροφορούν το σύστημα ότι υπάρχει κίνηση. Δεν μπορεί να αντληθεί περισσότερη πληροφορία μέσω αυτών των ανιχνευτών. Εάν γίνουν δύο κινήσεις μέσα στον ίδιο χώρο, δεν μπορεί να μας πει ο ανιχνευτής αν πρόκειται για το ίδιο άτομο ή για διαφορετικούς ανθρώπους. Επίσης ο ανιχνευτής δεν μπορεί να μας δώσει πληροφορίες για τι μπορεί να προκάλεσε την κίνηση και τι άλλο διαδραματίζεται στο χώρο τη στιγμή της κίνησης. Πρόκειται λοιπόν για μια μονοδιάστατη πληροφόρηση, που ναι μεν με τη συμβατική προσέγγιση επαρκούσε, αλλά πλέον είναι λογικό να επιζητείται κάτι περισσότερο. Αυτήν ακριβώς την πολυδιάστατη πληροφορία μπορούμε να την αντλήσουμε από τις καταγεγραμμένες εικόνες CCTV.
Η ανίχνευση που βασίζεται πάνω στην επεξεργασία των βίντεο (video detection) μπορεί να μας δώσει πλήθος πληροφοριών. Μέσω αυτής μπορούμε να δούμε όλη την εικόνα, από το χώρο στον οποίο πρωτοεντοπίσθηκε η κίνηση. Μπορούμε να εντοπίσουμε μεμονωμένες κινήσεις και να καταγράψουμε όλη την πορεία της κίνησης. Επίσης είναι εφικτή η καταγραφή των στάσεων που έκανε το άτομο που έχει εντοπισθεί, καθώς και πιθανές αλλαγές στην πορεία του ή αν μπήκε και σε άλλους χώρους. Ολες αυτές οι πληροφορίες είναι προφανές ότι δεν μπορούν να αποτυπωθούν εύκολα από ανιχνευτές κίνησης. Όμως από τη στιγμή που είναι διαθέσιμες μέσω της τεχνολογίας video detection, μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν και να τεθούν σαν κριτήρια ενεργοποίησης του συναγερμού. Αλλά μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν και στο πλαίσιο καλύτερης διαχείρισης της εγκατάστασης (site management). Όπως έχουμε αναφέρει και σε άλλα άρθρα, είναι ζωτικό για μια επιχείρηση να μπορεί να χρησιμοποιεί τα συστήματα επιτήρησης και σε άλλους τομείς. Με αυτόν τον τρόπο βελτιώνονται όλες οι εταιρικές διεργασίες, ενώ μειώνεται και ο χρόνος απόσβεσης της επένδυσης των CCTV συστημάτων.
Καθορισμός κριτηρίων
Αναφέραμε ότι πλέον σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα συναγερμού με χρήση συστήματος CCTV μπορούν να τεθούν πολλαπλά κριτήρια ενεργοποίησης και αντίδρασης σε ένα συμβάν. Ένα μεγάλο θέμα είναι ποια είναι αυτά τα κριτήρια και πόσα. Είναι θέμα που πρέπει να εξετάσουμε, διότι όταν ο αριθμός των κριτηρίων είναι μεγάλος, τότε όπως είναι φυσιολογικό, υπάρχει και μεγαλύτερο φιλτράρισμα συμβάντων, με κίνδυνο να χάνονται κάποια συμβάντα Το αντίθετο συμβαίνει όταν ο αριθμός των κριτηρίων είναι μικρός. Τότε εμφανίζεται το φαινόμενο των λανθασμένων συναγερμών, στο οποίο ενεργοποιείται το σύστημα χωρίς να χρειάζεται πραγματικά. Οπότε είναι απαραίτητη μια εξισορρόπηση ανάμεσα σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις, ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή. Όμως η εύρεση της χρυσής τομής δεν είναι κάτι το απόλυτο με προκαθορισμένους κανόνες. Εξαρτάται κάθε φορά από την εφαρμογή και τις ιδιαιτερότητές της, καθώς και τις προδιαγραφές ασφάλειας που θα τεθούν από τον ιδιοκτήτη. Όταν δηλαδή το σύστημα ανίχνευσης χρησιμοποιείται σε ένα εμπορικό κέντρο κατά τις πρωινές ώρες για διαχείριση της εγκατάστασης – και όχι κυρίως για λόγους ασφαλείας – τότε είναι λογικό ότι θα έχουμε μειωμένα κριτήρια. Αλλιώς, θα προέκυπταν συνεχώς ενδείξεις συναγερμού. Κατά τις βραδινές ώρες όπου το κέντρο είναι κλειστό, μπορούν να αυξηθούν τα κριτήρια, καθώς τότε οποιαδήποτε κίνηση εντός του χώρου είναι ύποπτη και μπορεί να εγκυμονεί μεγαλύτερους κινδύνους.
Μια βασική παρατήρηση είναι ότι ένα ολοκληρωμένο σύστημα ανίχνευσης λειτουργεί καλύτερα όταν υπάρχουν οι λεγόμενες καθαρές ζώνες. Είναι περιοχές στις οποίες δεν αναμένεται υπό φυσιολογικές συνθήκες καμία κίνηση ή δραστηριότητα. Αυτές οι ζώνες υλοποιούνται με την κατασκευή περιφράξεων και προειδοποιητικών ενδείξεων και είναι πολύ χρήσιμες σε περιπτώσεις όπου είναι έντονη η απαίτηση της μεγάλης ασφάλειας. Διότι τότε αποκλείονται οι κινήσεις εντός του συγκεκριμένου χώρου και μπορεί να μειωθεί ο αριθμός κριτηρίων ενεργοποίησης του συστήματος επιτήρησης. Οπότε, κάθε κίνηση θα προκαλεί την ενεργοποίηση του συστήματος, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα να περάσει κάποιος στο χώρο χωρίς να γίνει αντιληπτός. Αντίθετα, εκεί όπου επικρατεί ο διαχειριστικός ρόλος (site management) του συστήματος επιτήρησης, τότε μάλλον δεν συνιστάται η χρήση τους.
Το αποτέλεσμα
Το δεύτερο σκέλος στην αρχή λειτουργίας των σύγχρονων συστημάτων ανίχνευσης, είναι το αποτέλεσμα. Στις προηγούμενες γραμμές αναλύσαμε το πρώτο σκέλος που είναι το αίτιο. Παραθέσαμε πώς ορίζεται το αίτιο και αναλύσαμε τους πιθανούς τρόπους ενεργοποίησής του. Εξίσου μεγάλα είναι τα περιθώρια που έχουμε όσον αφορά στην υλοποίηση του αποτελέσματος. Από την απλή ηχητική ένδειξη ή την αποστολή ένδειξης σε ένα Κέντρο Λήψης Συναγερμών, μέχρι την αποστολή εικόνας σε ένα έξυπνο κινητό ή την ειδοποίηση μέσω email, υπάρχει ένα μεγάλο εύρος δυνατοτήτων. Μόνο η φαντασία του σχεδιαστή και οι απαιτήσεις του χρήστη περιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η ενημέρωση των υπευθύνων. Ολες αυτές οι ενέργειες μπορούν να γίνονται πλήρως αυτοματοποιημένα, χωρίς να είναι απαραίτητη η παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα. Τα τεχνολογικά μέσα είναι τέτοια, που περιορίζουν την επέμβαση του ανθρώπου μόνο στο απολύτως απαραίτητο. Ουσιαστικά, ο χειριστής καλείται απλώς να πάρει την απόφαση για το αν πρόκειται για ένα επείγον περιστατικό ή ο συναγερμός οφείλεται σε ένα τυχαίο περιστατικό. Αλλά πόσο πιο εύκολα αποφασίζει πλέον, έχοντας στη διάθεσή του πλήρη εικόνα από τη σκηνή του περιστατικού. Δεν είναι δύσκολο να κάνουμε τη σύγκριση με τα συμβατικά συστήματα συναγερμού. Εκεί όπου ο χειριστής έβλεπε ξαφνικά ένα σήμα χωρίς να μπορεί να ξέρει σε τι οφείλεται – και φυσικά η απόφαση που έπαιρνε ήταν πάντα να στείλει κάποιον προκειμένου να διερευνήσει το περιστατικό. Είναι προφανές ότι πλέον απλοποιείται η κατάσταση, καθώς μπορεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να σχηματίσει σαφή άποψη.
Η σύγκλιση των συστημάτων
Είμαστε μάρτυρες τεχνολογικών επιτευγμάτων που ρίχνουν τα στεγανά μεταξύ των διάφορων συστημάτων ασφαλείας, διευκολύνοντας σε μεγάλο βαθμό όσους ασχολούνται σε αυτόν τον τομέα. Η καθιερωμένη αντίληψη που ήθελε τα συστήματα CCTV να χρησιμοποιούνται σαν εργαλεία διερεύνησης ενός συμβάντος – αφού αυτό έχει πραγματοποιηθεί – χάνει έδαφος συνεχώς. Επίσης, η παραδοσιακή προσέγγιση ενός συστήματος συναγερμού με την απλή μονοσήμαντη ειδοποίηση ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει, ακυρώνεται από την έλευση των συστημάτων CCTV και σε αυτόν το χώρο. Είτε με τη χρήση εξωτερικών αισθητήρων είτε με τη χρήση της τεχνολογίας video detection, τα συστήματα CCTV ενσωματώνονται πλέον σε αυτό που μέχρι σήμερα αποκαλούσαμε σύστημα συναγερμού και το οποίο πλέον θα πρέπει να αποκαλείται μάλλον ως σύστημα εντοπισμού – παρακολούθησης. Οι δυνατότητες όπως φαίνονται είναι τεράστιες. Φαίνεται ότι ξεπερνάμε το στάδιο των συμβατικών συστημάτων συναγερμού και μεταβαίνουμε σε ένα ολοκληρωμένο πλέγμα επιτήρησης – ανίχνευσης κινδύνων. Σε αυτήν τη νέα εποχή, τα συστήματα CCTV θα παίξουν ίσως και το σημαντικότερο ρόλο, καθώς θα αποτελούν τον κύριο κρίκο σύνδεσης μεταξύ του αιτίου και του αποτελέσματος. Όπως όλα δείχνουν, αυτή η σχέση αιτίου – αποτελέσματος είναι η βασική αρχή πάνω στην οποία θα δομηθεί η νέα γενιά συστημάτων αποτροπής κινδύνων.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ