CCTV για μεγάλες αποστάσεις
Πώς μπορεί να γίνει η σύνδεση ενός εκτεταμένου συστήματος επιτήρησης, ανεπτυγμένου σε μεγάλες αποστάσεις; Ποιες οι εναλλακτικές προτάσεις και ποια τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα για κάθε μία από αυτές;
Όλο και πιο συχνά στην καθημερινότητά μας βρισκόμαστε σε χώρους όπου υπάρχουν εγκατεστημένες κάμερες συστημάτων επιτήρησης. Αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηροδρομικοί σταθμοί, δρόμοι, μεγάλα εμπορικά κέντρα, βιομηχανίες… αποτελούν ορισμένους μόνο από τους χώρους στους οποίους χρησιμοποιούνται συστήματα επιτήρησης με μεγάλη ζώνη εμβέλειας.
Επίσης πολλές φορές υπάρχουν ενιαία συστήματα επιτήρησης, που δεν περιορίζονται ούτε από γεωγραφικούς προορισμούς καθώς μπορεί να εκτείνονται σε ολόκληρες χώρες, ακόμα και σε διαφορετικές ηπείρους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι πολυεθνικές που μπορεί να θέλουν ορισμένα γεγονότα τα οποία καταγράφονται σε νευραλγικούς χώρους εγκαταστάσεών τους, να στέλνονται σε ένα κεντρικό σημείο ελέγχου. Όμως πολλές φορές δεν είναι το μέγεθος μιας επιχείρησης που καθορίζει την ανάγκη ύπαρξης ενός απομακρυσμένου συστήματος επιτήρησης.
Υπάρχουν και μικρές ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν τα γραφεία τους τοποθετημένα σε ένα αστικό κέντρο και τους χώρους παραγωγής σε κάποια άλλη περιοχή. Είναι λογικό και αυτές οι επιχειρήσεις να επιδιώκουν τη χρήση ενός παρόμοιου συστήματος προκειμένου να υπάρχει αποτελεσματικότερος έλεγχος των εγκαταστάσεών τους. Είναι αξιοσημείωτο λοιπόν το εύρος των εφαρμογών απομακρυσμένης επιτήρησης. Από τα κρισιμότερα όμως σημεία για την επιτυχή υλοποίηση αυτών των εφαρμογών είναι και το πώς θα γίνει η διασύνδεση των καμερών με τα κεντρικά σημεία ελέγχου. Η σύγχρονη τεχνολογία δίνει πλέον τη δυνατότητα πολλών εναλλακτικών προτάσεων, αλλά όπως είναι λογικό, η κάθε πρόταση έχει τα δικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Ευρυζωνικά δίκτυα.
Χωρίς αμφιβολία, μία από τις πλέον επικρατέστερες προτάσεις για την υλοποίηση ενός εκτεταμένου δικτύου CCTV είναι η χρήση της υφιστάμενης υποδομής ADSL/DSL. Μέσα στα τελευταία χρόνια οι συνδέσεις αυτής της κατηγορίας έχουν διαδοθεί με αφάνταστα γρήγορους ρυθμούς, με αποτέλεσμα η χωρητικότητα και η ταχύτητα να έχουν πολλαπλασιαστεί σε σχέση με το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν. Από τη στιγμή λοιπόν που αυτές οι συνδέσεις έχουν αναπτυχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από κάθε σπίτι, γιατί να μην αποτελέσουν και το μέσο μεταφοράς των δεδομένων στα εκτεταμένα δίκτυα CCTV; Καθώς μάλιστα χαρακτηρίζονται πλέον από μεγαλύτερη αξιοπιστία – έναν παράγοντα ιδιαίτερα σημαντικό στα συστήματα ασφαλείας – αναβαθμίζονται συνεχώς στη συνείδηση των επαγγελματιών του χώρου αλλά και των χρηστών που είχαν πάντα κάποιες επιφυλάξεις για την καθιέρωσή τους στις συγκεκριμένες εφαρμογές. Επιπλέον, η ανάπτυξη βελτιωμένων αλγόριθμων συμπίεσης που επιτρέπουν στα καταγεγραμμένα αρχεία να αποκτούν μεν μικρότερο μέγεθος χωρίς όμως μεγάλες εκπτώσεις στην ποιότητα της εικόνας, διευκολύνει ακόμα περισσότερο προς αυτήν την κατεύθυνση. Εκείνο που πρέπει να προσεχθεί είναι τι μορφής τεχνολογία χρησιμοποιείται. Αυτό, διότι η τεχνολογία DSL περιλαμβάνει κάποιες υποκατηγορίες με την πλέον διαδεδομένη να είναι η ADSL. Η διαφορά είναι ότι ενώ η DSL χαρακτηρίζεται από ίδιες τιμές ταχυτήτων για upload και download δεδομένων, η ADSL προσφέρει πολύ μεγάλες τιμές download και σχετικά μικρές ταχύτητες upload. Όμως ειδικά σε εφαρμογές CCTV η παράμετρος του upload είναι πολύ σημαντική, σε αντίθεση με τους απλούς χρήστες που κυρίως τους ενδιαφέρει το download. Οπότε εδώ πρέπει να δοθεί προσοχή γιατί συνήθως η αναφερόμενη ταχύτητα σε μια σύνδεση ADSL είναι εκείνη του download που είναι και η μεγαλύτερη. Εντούτοις, με τη σωστή συμπίεση, ακόμα και μια ταχύτητα upload της τάξης των 300 kpbs επιτρέπει τη σύνδεση 4 καμερών με δυνατότητα καταγραφής 4 δευτερολέπτων πριν το συμβάν και μέχρι 10 δευτερολέπτων μετά το συμβάν. Σε αυτό το παράδειγμα συμπεριλαμβάνεται και χώρος για την αμφίδρομη μετάδοση ήχου στην περίπτωση που αυτό επιτρέπεται.
Ένα άλλο βασικό στοιχείο που οφείλουν να λάβουν υπόψη τους όσοι αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν ευρυζωνικά δίκτυα για την υλοποίηση ενός συστήματος CCTV είναι η ύπαρξη εναλλακτικής μεθόδου επικοινωνίας σε περίπτωση αστοχίας της βασικής. Αν και η σταδιακή εξάπλωση των οπτικών ινών έχει συμβάλλει στην αύξηση της αξιοπιστίας των δικτύων, αυτό δεν σημαίνει ότι ακόμα δεν είναι ευάλωτα σε προβλήματα που μπορεί να οφείλονται σε διάφορους λόγους. Η συντήρηση των δικτύων αποτελεί έναν από τους λόγους και το κυριότερο είναι ότι συνήθως γίνεται τις νυκτερινές ώρες κατά τις οποίες υπάρχει και η μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης παραβατικών ενεργειών, οπότε και χρειάζεται η σωστή λειτουργία των συστημάτων επιτήρησης. Επίσης, όχι ιδιαίτερα σπάνια, στα δίκτυα ADSL εμφανίζονται καθυστερήσεις λόγω σφαλμάτων επεξεργασίας και προβλημάτων στη λειτουργία των ενδιάμεσων δρομολογητών. Όλοι ως χρήστες του Internet έχουμε αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα. Η διαφορά όμως είναι ότι η πλοήγηση στον Ιστό ή το κατέβασμα κάποιων αρχείων μπορεί να επαναληφθεί και κάποια λεπτά αργότερα, χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Δεν μπορούμε όμως να ισχυριστούμε το ίδιο για την αποστολή εικόνων από ένα σύστημα επιτήρησης, ειδικά όταν καταγράφεται ένα κρίσιμο συμβάν. Εκεί η έννοια του χρόνου έχει πολύ μεγάλη σημασία, ενώ ακόμα και κάθε δευτερόλεπτο μπορεί να φανεί μοιραίο για τη σωστή αντιμετώπιση της κατάστασης. ¶λλη μία σημαντική πτυχή είναι ο έλεγχος της ακεραιότητας της γραμμής (line integrity monitoring) μέσω της οποίας ο χρήστης μπορεί να ενημερώνεται σε περίπτωση που δεν υπάρχει επικοινωνία μέσω της συγκεκριμένης γραμμής με τις κάμερες που βρίσκονται στο χώρο. Αυτή η λειτουργία όταν αναφερόμαστε σε συστήματα ασφαλείας είναι πολύ χρήσιμη, καθώς επιτρέπει την έγκαιρη αντιμετώπιση ενός προβλήματος και τη γρήγορη αποκατάσταση της λειτουργίας του. Οπότε ανεξαρτήτως αν αυξάνει το συνολικό κόστος, δεν θα πρέπει να παραληφθεί αυτή η δυνατότητα από οποιαδήποτε εγκατάσταση CCTV, που σκοπός της είναι η προστασία ενός χώρου.
Όπως προαναφέραμε, είναι σημαντικό σε ενδεχόμενη απώλεια μέσω του κύριου δίαυλου επικοινωνίας να υπάρχει πρόβλεψη για εναλλακτικό τρόπο διασύνδεσης των καμερών με τον κεντρικό σταθμό ελέγχου. Αυτός ο τρόπος μπορεί να είναι είτε μέσω των αναλογικών δικτύων PSTN είτε μέσω γραμμών ISDN. Το PSTN αποτελούσε μέχρι πριν από λίγα χρόνια το κυρίαρχο πρότυπο στον επικοινωνιακό τομέα. Όλες οι τηλεφωνικές γραμμές, αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία των συνδέσεων Internet γίνονταν μέσω του δικτύου PSTN. Τα μειονεκτήματά της είναι ότι η μετάδοση είναι αργή ενώ και η ποιότητα της εικόνας χαμηλή, αλλά καθώς πρόκειται για μια εύκολα διαθέσιμη τεχνολογία, η χρήση της ως εναλλακτικό μέσο επικοινωνίας δεν θα πρέπει να αγνοηθεί. Ενδιαφέρον φυσικά παρουσιάζει και η χρήση της τεχνολογίας ISDN. H τεχνολογία ISDN αποτέλεσε το μεταβατικό στάδιο μεταξύ της τεχνολογίας PSTN και των ευρυζωνικών συνδέσεων, αφού είναι ελαφρά γρηγορότερη από την PSTN, αλλά πολύ αργή σε σύγκριση με τα δίκτυα ADSL. Εντούτοις σε περίπτωση που είναι ακόμα διαθέσιμες γραμμές ISDN από τους πάροχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στη συγκεκριμένη περιοχή μπορεί να εξεταστεί και αυτή ως back up στην κύρια γραμμή σύνδεσης.
Οπτικές ίνες
Τη μεγάλη επανάσταση στα ευρυζωνικά δίκτυα θα φέρουν οι οπτικές ίνες. Η χρήση τους εγγυάται υψηλή ταχύτητα μεταφοράς και μεγάλο όγκο δεδομένων. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι μπορούν πολλές κάμερες να συνδεθούν σε ένα κεντρικό σταθμό ελέγχου, χωρίς τους περιορισμούς που θέτουν οι προηγμένες τεχνολογίες. Δηλαδή δεν θα υπάρχουν καθυστερήσεις ή παγώματα στη μεταφορά της εικόνας, οπότε αυτό τις καθιστά ιδανικές και για τη μετάδοση βίντεο σε πραγματικό χρόνο (real time video). Το πιο σημαντικό μειονέκτημά τους είναι ακόμα το υψηλό κόστος που απαιτείται για την προμήθεια αλλά και την κατασκευή τους. Αν και αυτό συνεχώς μειώνεται, απέχει πολύ από το να προσεγγίσει τις τιμές των συμβατικών καλωδίων. Δεν είναι μόνο το κόστος αυτών καθαυτών των οπτικών ινών, αλλά και τα κόστη των επιμέρους εξαρτημάτων που χρειάζονται για τη σύνδεση και λειτουργία τους, καθώς και το κόστος της εργασίας σύνδεσης, που εξαιτίας της αυξημένης πολυπλοκότητάς της είναι σαφώς και πιο επιβαρημένη κοστολογικά.
Οπότε η εγκατάσταση οπτικών ινών σε ένα μεγάλο χώρο είτε αυτός είναι βιομηχανικός είτε αεροδρόμιο είτε κάποιος άλλος χώρος παρόμοιου μεγέθους, είναι προφανές ότι απαιτεί ένα αυξημένο κόστος και άρα αποτελεί – αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον – ένα ισχυρό μειονέκτημα για την περαιτέρω διάδοση των οπτικών ινών στη χρήση των εκτεταμένων δικτύων CCTV. Ίσως μέσα στα αστικά κέντρα η κατάσταση να είναι λίγο θετικότερη, καθώς εκεί μπορεί να υπάρχουν στην υφιστάμενη τηλεπικοινωνιακή υποδομή κενές οπτικές ίνες που δεν χρησιμοποιούνται και έχουν τοποθετηθεί για εφεδρεία. Αυτές οι οπτικές ίνες ίσως μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν για τη σύνδεση των καμερών και τη δημιουργία συστημάτων επιτήρησης στα αστικά κέντρα.
Ασύρματη διασύνδεση
Μια ενδιαφέρουσα πρόταση για τη δημιουργία ενός εκτεταμένου συστήματος επιτήρησης αποτελεί η χρήση ασύρματων δικτύων. Ήδη οι περισσότεροι από εμάς έχουμε διαπιστώσει το πόσο έχουν επεκταθεί τα ασύρματα δίκτυα και πώς έχουν ενταχθεί στην καθημερινότητά μας. Δεν αναφερόμαστε μόνο στα ασύρματα δίκτυα για οικιακές χρήσεις τα οποία όλοι χρησιμοποιούμε, αλλά και στα εκτεταμένα ασύρματα δίκτυα που όλο και περισσότερο συναντάμε σε δημόσιους χώρους (αεροδρόμια, κέντρα πόλεων, μεγάλα εμπορικά κέντρα). ¶λλωστε, λίγο ή πολύ όλοι έχουμε συνδεθεί είτε με ένα φορητό υπολογιστή είτε με ένα κινητό σε ένα από αυτά τα δίκτυα και έχουμε κάνει χρήση των δυνατοτήτων τους. Οπότε μπορούμε να αντιληφθούμε ότι γενικά δεν υστερούν σε τεχνικά χαρακτηριστικά από τα ενσύρματα δίκτυα.
Ουσιαστικά λειτουργούν ως αντικαταστάτες των δικτύων Ethernet και οτιδήποτε μπορεί να σταλθεί μέσω των ενσύρματων δικτύων μπορεί να σταλθεί και με τη χρήση της ασύρματης τεχνολογίας. Σημαντικό τμήμα αυτών των δικτύων αποτελούν οι ασύρματες γέφυρες (wireless bridges) μέσω των οποίων γίνεται η διακίνηση των πληροφοριών από τις κάμερες προς τους κεντρικούς σταθμούς ελέγχου. Όμως και σε αυτήν την περίπτωση το μειονέκτημά τους είναι το κόστος υλοποίησης. Μπορεί εδώ να μην υπάρχει η ανάγκη τοποθέτησης καλωδίων, όμως οι συσκευές που απαιτούνται για την υλοποίηση ενός αποτελεσματικού ασύρματου δικτύου είναι αρκετά ακριβές, οπότε το κόστος ανεβαίνει και πάλι. Είναι αρκετά υψηλότερο σε σχέση με τις συμβατικές λύσεις ενσύρματων δικτύων, αλλά ανταγωνίσιμο με τη λύση των οπτικών ινών.
Ένα σημαντικό θέμα που πρέπει να επιλυθεί εάν προκριθεί η επιλογή των ασύρματων δικτύων είναι το πώς είναι διαμορφωμένοι οι χώροι. Καθώς μεγάλα φυσικά εμπόδια ή διάφοροι άλλοι παράγοντες όπως ισχυρά ηλεκτρομαγνητικά πεδία μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα στη ροή των δεδομένων. ¶λλο ένα θέμα είναι ο σωστός υπολογισμός της χωρητικότητας του δικτύου, διότι σε περίπτωση που κάποια στιγμή η ζήτηση υπερβεί τη δυναμικότητα του δικτύου μπορεί να έχουμε ολική κατάρρευση του συστήματος. Φυσικά κανείς δεν αγνοεί τα θέματα ασφάλειας των ασύρματων δικτύων, τα οποία έχουν αποτελέσει και ένα σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για τη μεγαλύτερη εξάπλωσή τους. Πολλοί είναι εκείνοι που είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην ασφάλεια των δεδομένων που παρέχει ένα ασύρματο δίκτυο, ειδικά δε όταν αυτό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την υλοποίηση συστημάτων ασφαλείας, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση μία εφαρμογή CCTV.
Όμως και στα ασύρματα δίκτυα δεν υπάρχει μόνο μία διαθέσιμη τεχνολογία. Μπορεί εμείς λόγω της εξοικείωσής μας να τα έχουμε ταυτίσει μόνο με τα δίκτυα wireless LAN τα οποία συναντάμε και συχνότερα, αλλά υπάρχουν διαθέσιμες και άλλες τεχνολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την υλοποίηση ενός εκτεταμένου δικτύου CCTV. Σημειωτέον ότι τα ασύρματα δίκτυα – βάσει της τεχνολογίας που θα χρησιμοποιηθεί – μπορεί να λειτουργήσουν σε αδειοδοτημένες ή μη αδειοδοτημένες περιοχές συχνοτήτων. Το μειονέκτημα με τις αδειοδοτημένες είναι ότι απαιτούν και την καταβολή ενός ανάλογου χρηματικού ποσού για τη χρήση της συχνότητας, οπότε αυξάνεται και το συνολικό κόστος επένδυσης. Όμως από την άλλη προσφέρουν μεγαλύτερη απόδοση και η μετάδοση των δεδομένων γίνεται με πολύ μικρότερα προβλήματα. Ποιες είναι όμως οι τεχνολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ασύρματη διασύνδεση ενός συστήματος CCTV;
Καταρχήν, όπως αναφέραμε υπάρχει η τεχνολογία Wireless LAN. Χαρακτηρίζεται από ρυθμό μετάδοσης έως 11 Mbps, λειτουργεί σε μη αδειοδοτημένη μπάντα (2,4 GHz, 5 GHz), η ακτίνα κάλυψής της είναι περίπου 100 m και δεν προσφέρει εγγυημένους ρυθμούς μετάδοσης (Best Effort services). Μια άλλη πρόταση είναι η WIMAX (Worldwide Interoperability for Microwave Access). Προσφέρει ρυθμούς μετάδοσης έως και 20 Mbps, λειτουργεί σε αδειοδοτημένες μπάντες συχνοτήτων (2,5 GHz, 3,5 GHz), διαθέτει ακτίνα κάλυψης περίπου μέχρι και 15 km, ενώ παρέχει και δυνατότητες καλύτερης αξιοποίησης του φάσματος και λειτουργία σε συνθήκες χωρίς οπτική επαφή (non line of sight), που είναι από τα μεγαλύτερα θέματα λειτουργίας του Wireless LAN. Όμως το WIMAX βρίσκεται ακόμα στα πρώτα βήματα ανάπτυξής του και μάλλον απέχουμε πολύ από το να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για την υλοποίηση ενός εκτεταμένου συστήματος επιτήρησης.
Μία εναλλακτική μέθοδος για την υλοποίηση ενός ασύρματου δικτύου έρχεται από το χώρο της κινητής τηλεφωνίας. Αν φυσικά μιλάμε για τα απλά δίκτυα τύπου GSM, τότε δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για τη μετάδοση σημάτων βίντεο, εκτός αν αναπτυχθούν σημαντικά οι αλγόριθμοι συμπίεσης ώστε να επιτυγχάνεται πολύ μεγάλη μείωση του όγκου των αρχείων – και πάλι όμως δεν αποτελεί μια σοβαρή πρόταση για ένα σύστημα CCTV. Αντιθέτως, όταν μιλάμε για δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, τότε μόνο οι τεχνολογίες 3G/ HSDPA (High Speed Downlink Packet Area) μπορούν να αποτελέσουν μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση. Με ρυθμούς μετάδοσης ως και 14 Mbps στο HSDPA είναι σίγουρο ότι μπορούν αυτά τα δίκτυα να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, ιδιαίτερα ως εφεδρείες. Η διασύνδεση θα γίνεται μέσω των παρόχων κινητής τηλεφωνίας, ενώ η λειτουργία τους γίνεται στην αδειοδοτημένη μπάντα συχνοτήτων 1920 MHz- 1980 MHz). Όμως επειδή ακριβώς η παροχή υπηρεσιών γίνεται μέσα από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, οι εγκαταστάτες πριν προτείνουν αυτήν τη λύση οφείλουν να ελέγξουν την ποιότητα του δικτύου στη συγκεκριμένη περιοχή και να ενημερώσουν και τους χρήστες ότι το σύστημα πιθανώς να εμφανίσει και αδυναμίες που συναντάμε και στις συσκευές κινητής τηλεφωνίας (υπερφόρτιση δικτύου, μπλοκάρισμα συσκευών από εξωγενείς παράγοντες.).
Επιλέγοντας.
Η καλύτερη τεχνικά λύση για την εγκατάσταση ενός εκτεταμένου δικτύου επιτήρησης είναι σαφώς οι οπτικές ίνες. Προσφέρουν αξιοπιστία, ταχύτητα και μεγάλο όγκο δεδομένων. Όμως το κόστος υλοποίησής τους είναι αρκετά υψηλό και δυσχεραίνει τη μεγαλύτερη χρήση τους. Η ασύρματη λύση τύπου Wireless Lan είναι ιδιαίτερα συγκρίσιμη όσον αφορά στο κόστος – σε σχέση πάντα με τις οπτικές ίνες – ενώ είναι και σχετικά εύκολη στην υλοποίηση. Όμως υπάρχει θέμα με τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος στο οποίο θα χρησιμοποιηθεί, καθώς πάντα πρέπει να υπάρχει οπτική επαφή μεταξύ των συσκευών διασύνδεσης.
Φυσικά κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει από τις προτάσεις και τη συμβατική λύση των δικτύων ADSL με τα καλώδια χαλκού. Η ευρεία διαθεσιμότητα αυτής της λύσης την καθιστά αυτήν τη στιγμή ίσως την πλέον ενδεικνυόμενη. Μπορεί μεν να υστερεί σε θέματα ταχύτητας σε σχέση με τις οπτικές ίνες και την ασύρματη διασύνδεση, όμως η ανάπτυξη αποτελεσματικών μεθόδων συμπίεσης μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στη βελτίωση της κατάστασης.
Τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας αποτελούν ίσως μία εναλλακτική πρόταση για πολύ εξεζητημένες εφαρμογές ή για περιπτώσεις εφεδρείας. Πάντα όμως θα πρέπει τόσο οι εγκαταστάτες όσο και οι χρήστες να έχουν στο νου τους ότι η λειτουργία τους θα εξαρτάται από αρκετούς αστάθμητους παράγοντες.
Είναι γεγονός ότι η υλοποίηση ενός εκτεταμένου δικτύου επιτήρησης αποτελεί μια ιδιαίτερη πρόκληση, τόσο για τις εταιρείες εγκατάστασης όσο και για τους χρήστες. Εξίσου βέβαιο είναι ότι τα τελευταία χρόνια η τεχνολογία δίνει προτάσεις για την ανάπτυξη αυτών των εφαρμογών σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο, ενώ τα μηνύματα για το μέλλον είναι ακόμα πιο ενθαρρυντικά.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ