Η «μάχη» των προτύπων στην IP επιτήρηση
Η επικράτηση ενός τελικού προτύπου για τα συστήματα επιτήρησης IP θα επιφέρει σημαντικά οφέλη και θα δώσει περαιτέρω ώθηση στη συνεχώς ανερχόμενη αυτή τάση.
Από την αρχή του 20ου αιώνα με τη ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας τέθηκε επί τάπητος το θέμα της προτυποποίησης M(standardization). Λόγω της εξάπλωσης της χρήσης του μηχανολογικού εξοπλισμού έπρεπε να βρεθεί μια κοινή φόρμουλα ώστε τα διάφορα συνηθέστερα εξαρτήματα (βίδες, ρουλεμάν, ελατήρια) να μπορούν να ταιριάζουν σε όλα τα προϊόντα, ανεξαρτήτως του κατασκευαστή.
Γρήγορα όμως τα οφέλη της έγιναν αντιληπτά και η ανάγκη για δημιουργία κοινών προτύπων επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς. Ενώ πλέον οι θετικές επενέργειές της δεν περιορίζονται μόνο εντός της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά έχουν επεκταθεί και στους καταναλωτές. Κοινώς, μπορούν να αγοράζουν μία συσκευή από έναν κατασκευαστή και ένα εξάρτημα από έναν άλλο, όπου τα οποία μπορούν να συνεργάζονται μεταξύ τους.
Ειδικότερα με την εξέλιξη της πληροφορικής και τη ραγδαία διάδοση της χρήσης των διάφορων ηλεκτρονικών συσκευών, το όφελος πλέον έχει μετατραπεί σε απαίτηση των χρηστών. Είναι λοιπόν λογικό να αγοράζουν ένα εξάρτημα για τον υπολογιστή τους, όπως ένα memory stick, ένα σκληρό δίσκο, μία οθόνη, μία κάρτα από άλλον κατασκευαστή και να μπορούν να το χρησιμοποιούν χωρίς πρόβλημα συμβατότητας και χωρίς φυσικά να έχουν τις τεχνικές γνώσεις ώστε να ελέγξουν αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη λειτουργία τους.
Αυτή την εξέλιξη την εξασφαλίζει η ευρεία χρήση των προτύπων (standards) στην ηλεκτρονική βιομηχανία. Η προτυποποίηση λοιπόν απεικονίζει με ένα επίσημο τρόπο τις προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν τα προϊόντα, ώστε να μπορούν να ακολουθούνται από όλους όσοι ασχολούνται με την παραγωγή τους. Αν και πρόκειται για μια διαδικασία επωφελή τόσο για τις βιομηχανίες όλων των τομέων όσο και τους τελικούς καταναλωτές, δεν γίνεται αναίμακτα. Πολλές φορές εμφανίζονται προβλήματα κατά τη διαδικασία καθιέρωσης κοινών προτύπων, που έχουν σαν αποτέλεσμα την καθυστέρηση υιοθέτησής τους από τις εταιρείες. Ο λόγος είναι απλός και οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε κατασκευαστικός οίκος προσπαθεί να επιβάλει τη δική του τεχνολογία ως το πρότυπο που θα χρησιμοποιηθεί. Αυτό δημιουργεί διενέξεις και συγκρούσεις που συμβάλλουν στις καθυστερήσεις που αναφέραμε παραπάνω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός κλάδου που καθυστερεί σημαντικά να αναπτύξει τα δικά του πρότυπα είναι εκείνος της βιο-μηχανίας συστημάτων ασφαλείας. Σχετικά πρόσφατα οι εταιρεί-ες του χώρου αντιλήφθηκαν τα προβλήματα που δημιουργεί αυτή η υστέρηση και έχουν ξεκινήσει έναν αγώνα δρόμου για να αντιμετωπίσουν αυτό το έλλειμμα. Συγκεκριμένα, μέχρι σήμερα δεν υπήρχαν παγκόσμια πρότυπα που να καθορίζουν πώς τα προϊόντα των δικτυακών συστημάτων βίντεο όπως οι κάμερες, οι κωδικοποιητές βίντεο και το ειδικό λογισμικό θα επικοινωνούν μεταξύ τους. Πλέον όμως έχουν ξεκινήσει προσπάθειες για τη δημιουργία κοινών προτύπων και ίσως συντομότερα από ό,τι νομίζουμε η βιομηχανία των συστημάτων ασφαλείας θα είναι έτοιμη να υιοθετήσει ένα κοινό αποδεκτά πρότυπο, που θα επιτρέπει την εναρμονισμένη λειτουργία των συσκευών, ανεξαρτήτως από ποιον κατασκευαστή προέρχονται. Οι κυριότεροι ανταγωνιστές.
Σχετικά πρόσφατα ορισμένοι Οργανισμοί έχουν δραστηριοποιηθεί στην ανάπτυξη προτύπων για τις δικτυακά συνδεόμενες συσκευές των συστημάτων επιτήρησης. Πρόκειται για τους Οργανισμούς SIA (Security Industry Association), ONVIF (Open Network Video Industry Forum) και PSIA (Physical Security Interoperability Alliance). Οι παραπάνω Οργανισμοί είναι οι κυριότεροι μονομάχοι στην προσπάθεια επικράτησης ενός ενιαίου προτύπου. Οι προσπάθειές τους εστιάζουν στη βελτίωση της συμβατότητας με τη δημιουργία παγκόσμια αποδεκτών προτύπων για τη δικτυακή διασύνδεση μεταξύ των συσκευών των δικτυακών συστημάτων βίντεο. Σκοπός τους είναι να καθορίσουν πώς οι κάμερες, οι κωδικοποιητές αλλά και τα λογισμικά θα επικοινωνούν μεταξύ τους, ώστε να γίνει ευκολότερη η ενσωμάτωση συσκευών προερχόμενων από διαφορετικούς κατασκευαστές, σε μια ολοκληρωμένη λύση. Μέσα στο πλαίσιο των IP προτύπων εξετάζουν θέματα όπως η μετάδοση βίντεο (video streaming), εγκατάσταση και διαχείριση των συσκευών, διαχείριση συμβάντων και χρήση των metadata, η ζωντανή επιτήρηση και οι δυνατότητες ελέγχου pan/tilt/zoom. Πιο νέοι είναι οι δύο τελευταίοι που ξεκίνησαν τις προσπάθειές τους το 2008, ενώ παλαιότερος είναι ο SIA. O ONVIF αποτελείται από 103 μέλη, εκ των οποίων τα 12 είναι πλήρη μέλη, τα 13 είναι συμμετέχοντα μέλη και τα υπόλοιπα 78 χρήστες – μέλη. Πρωτεύοντα ρόλο στον ONVIF έχουν εταιρείες όπως η AXIS, η BOSCH και η SONY που θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τις σημαντικότερες εταιρείες του χώρου. O PSIA έχει δημιουργηθεί κυρίως από τη CISCO και υποστηρίζεται από κατασκευαστές με χαμηλότερο μερίδιο αγοράς. Τέλος, ο SIA αποτελεί τον αρχαιότερο από τους τρεις Οργανισμούς. Έχει ήδη εκδώσει κάποια σχέδια προτύπων και δεν αποτελεί συμμαχία εταιρειών του χώρου και γι΄ αυτόν το λόγο ορισμένοι θεωρούν ότι μπορεί να παίξει ένα καθοδηγητικό ρόλο στην εισαγωγή του πρότυπου που τελικά θα κερδίσει τη μονομαχία. Σε μια πρόσφατη έρευνα, η IMS Research βρήκε ότι τα μέλη του ONVΙF καλύπτουν το 40% του κλάδου (σύμφωνα με το τζίρο τους) ενώ τα μέλη του PSIA το 25%. Η διαφορά όμως αυ-ξάνεται ακόμα περισσότερο αν επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στις εταιρείες που ασχολούνται με δικτυακές εφαρμογές, όπου εκεί ο ONVF καλύπτει το 60% ενώ ο PSIA το 20%.
Η μάχη διεξάγεται κυρίως λοιπόν μεταξύ του ONVIF και του PSIA. Δεν πρόκειται για ένα άγνωστο φαινόμενο, ειδικά στο χώρο του βίντεο, καθώς δύο δεκαετίες πριν είχαμε γίνει μάρτυρες μιας άλλης σκληρής σύγκρουσης μεταξύ των συστημάτων NTSC και PAL. Σύγκρουση που είχε φτάσει μέχρι τους τελικούς καταναλωτές, καθώς όλοι θυμόμαστε τις συσκευές βίντεο με τους διαφορετικούς τύπους κασετών. Όπως μας έδειξε αυτή η σύγκρουση, πολλές φορές δεν κερδίζει το καλύτερο ή πιο τεχνολογικά εξελιγμένο πρότυπο, αλλά εκείνο το οποίο υποστηρίζεται καλύτερα μέσω των καναλιών μάρκετινγκ. Τα πλεονεκτήματα του ONVIF καταρχήν είναι ότι επηρεάζει μεγαλύτερο μέρος της αγοράς μέσω των μελών του, ενώ φαίνεται ότι έχει μεγαλύτερη διεισδυτικότητα στις αγορές της Ευρώπης και της Ασίας. Αντιθέτως, τα δυνατά σημεία του PSIA είναι ότι ξεκίνησε λίγο νωρίτερα από τον ONVIF, ότι έχει γρηγορότερους ρυθμούς εξέλιξης (σε αυτό συμβάλλει φυσικά και ο μικρότερος αριθμός μελών, οπότε απαιτείται και λιγότερος χρόνος για διαβούλευση μεταξύ αυτών) και τέλος, ότι μάλλον είναι ευκολότερη η εφαρμογή του. Βέβαια, στη μάχη αυτή κρύβονται και άλλα συμφέρονται. Είναι φυσικό, παραδείγματος χάρη, καθώς τα μέλη του ONVIF ήδη καλύπτουν το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, να μην επιθυμούν με τόσο ζήλο την αλλαγή μιας κατάστασης που σήμερα είναι ευνοϊκή γι’ αυτούς. Από την άλλη όχθη, τα μέλη του PSIA και ειδικότερα η CISCO που πρωτοστατεί σε αυτόν τον Οργανισμό να θέλει περισσότερο την εισαγωγή κοινών προτύπων. Ο λόγος είναι ότι η CISCO δεν πουλάει κάμερες αλλά δικτυακό εξοπλισμό, οπότε την ενδιαφέρει να υπάρχουν κοινά πρότυπα σε ισχύ ώστε τα προϊόντα της να είναι συμβατά με όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό συσκευών από άλλους κατασκευαστές. Τα οφέλη της προτυποποίησης Εντούτοις, ανεξαρτήτως του τελικού νικητή που ακόμα δεν γνωρίζουμε ποιος θα είναι, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα οφέλη που θα επιφέρει η χρήση ενός κοινού προτύπου. Πλέον θα είναι δυνατή η συμβατότητα συσκευών από διαφορετικούς κατασκευαστές στην ίδια εφαρμογή.
Αυτό φυσικά θα βοηθήσει τους μελετητές, τους τεχνικούς αλλά και τελικά τους τελικούς χρήστες να εκμεταλλεύονται στο μέγιστο βαθμό τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες των δικτυακών συστημάτων βίντεο. Πιο επωφελημένοι από όλους θα είναι οι τελικοί χρήστες οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ προτάσεων από διαφορετικές εταιρείες για τη δημιουργία ενός συστήματος. Θα μπορούν να επιζητούν τη βέλτιστη τεχνικά λύση με το χαμηλότερο δυνατό κόστος και όλα αυτά χωρίς να έχουν την έγνοια αν θα λειτουργήσουν σωστά τα διάφορα εξαρτήματα και συσκευές που θα συνθέτουν το τελικό σύστημα. Αυτή η ελευθερία επιλογής θα ωθήσει ακόμα περισσότερο τον ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών σε υψηλότερα επίπεδα, καθώς θα γνωρίζουν ότι δεν θα μπορούν να κλειδώνουν τους χρήστες σε δικά τους προϊόντα με το επιχείρημα της συμβατότητας. Αλλά η προτυποποίηση θα συμβάλλει και σε έναν άλλο τομέα, τη δυνατότητα των συστημάτων να ανταποκριθούν σε μελλοντικές απαιτήσεις (το επονομαζόμενο future proof) καθώς πλέον θα μπορούν οι χρήστες να προσθέτουν νέες συσκευές ευκολότερα. Με αυτόν τον τρόπο θα έχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης απόσβεσης του ποσού που έχουν επενδύσει. Όμως και οι μελετητές αλλά και οι εγκαταστάτες θα βοηθηθούν σημαντικά, καθώς πλέον θα είναι σε θέση να μπορούν να προσφέρουν στους πελάτες τους ολοκληρωμένες λύσεις σε χαμηλότερο κόστος. Τέλος, η εισαγωγή ενός ενιαίου προτύπου θα δώσει μια αξιοσημείωτη ώθηση στην αγορά των δικτυακών συστημάτων βίντεο, με αποτέλεσμα να βγουν κερδισμένες και οι εταιρείες κατασκευής.
Ακόμα και οι εταιρείες που κατέχουν μεγάλο μερίδιο σήμερα, αν εξετάσουν το θέμα μακροπρόθεσμα και με ανοιχτό βλέμμα, θα διαπιστώσουν ότι θα ωφεληθούν. Αυτό διότι η προτυποποίηση των δικτυακών συστημάτων θα βοηθήσει στη μεγαλύτερη διάδοσή τους καθώς όλο και περισσότεροι θα τα επιλέγουν, οπότε θα μεγαλώσει συνεπακόλουθα και η αγορά στην οποία θα απευθύνονται. Μπορεί ίσως να μειωθεί αναλογικά το μερίδιό τους, αλλά σε απόλυτες τιμές και αν δείξουν την ανάλογη προσαρμοστικότητα θα αυξηθούν οι πωλήσεις τους καθώς θα απευθύνονται σε μεγαλύτερο αριθμό αγοραστών. Αυτό που απομένει να διαπιστώσουμε λοιπόν είναι ποιος θα είναι ο τελικός νικητής στο σκληρό ανταγωνισμό του οποίου είμαστε μάρτυρες σήμερα. Η ιστορία μας δείχνει ότι είναι δύσκολο να προδικάσουμε το αποτέλεσμα, καθώς εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες. Πολλές φορές μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι την κόπωση και τη σύγχυση που δημιουργεί μια παρόμοια σύγκρουση στα εμπλεκόμενα μέρη αλλά και στους τελικούς χρήστες, εμφανίζονται τρίτες εναλλακτικές προτάσεις που τελικά κερδίζουν τον πόλεμο.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ