Μελέτη εγκατάστασης συστήματος CCTV
Η ανάπτυξη και ο σχεδιασμός ενός συστήματος CCTV σε μία εγκατάσταση για μία επιχείρηση (ή έναν Οργανισμό) απαιτεί μεθοδολογική και προσεκτική ανάλυση. Στο άρθρο αυτό θα γίνει προσπάθεια να εστιάσουμε στα σημεία εκείνα που πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε η προσφερόμενη λύση να καλύπτει τις ανάγκες του τελικού χρήστη. Η ανάλυση και μελέτη μιας εγκατάστασης είναι απαραίτητη πριν την τοποθέτηση ενός συστήματος CCTV, γιατί είναι αυτή που θα αποκαλύψει τα προβλήματα ασφαλείας με ένα μεθοδολογικό τρόπο και όχι ως αποτέλεσμα ενός έκτακτου γεγονότος.
Η επιτυχία, εντούτοις, δεν είναι απλά η ανάπτυξη ενός τέλειου σχεδίου ασφαλείας που βασίζεται σε ένα σύστημα CCTV. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι απόλυτη προστασία είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς να δαπανηθεί ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσό χρημάτων και χωρίς να υπάρχουν κάποιες σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας μιας επιχείρησης. Η επιτυχία λοιπόν έγκειται στο να είναι ιδιαίτερα δύσκολο – αν όχι αδύνατο – για ένα κακόβουλο άτομο, να παραβιάσει την ασφάλεια της επιχείρησης.
Η ανάλυση διαιρείται κυρίως σε τέσσερα στάδια:
- Στον ορισμό των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης,
- Στον καθορισμό των απειλών,
- Στην ανάλυση των τρωτών σημείων και
- Στην εγκατάσταση των συστημάτων.
Πρέπει να σημειωθεί πάντως, ότι ένα σύστημα CCTV μπορεί να μην περιορίζεται αποκλειστικά σε χρήσεις ασφαλείας, αλλά να χρησιμοποιηθεί από μια επιχείρηση και για άλλους σκοπούς, όπως η διαχείριση δεδομένων που σχετίζονται είτε με τους πελάτες είτε με το προσωπικό. Ως παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε τη χρήση του συστήματος CCTV σε ένα πολυκατάστημα, όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξάγουμε πληροφορίες σχετικά με το πόσοι πελάτες επισκέπτονται το κατάστημα, πώς μετακινούνται στους διαδρόμους, για πόσο χρόνο αναζητούν αυτό που τους ενδιαφέρει κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό δίνονται πληροφορίες σχετικά με τη συμπεριφορά των καταναλωτών και των αναγκών τους.
Ορισμός περιουσιακών στοιχείων
Αρχικά, αυτό που απαιτείται είναι η βαθιά κατανόηση της λειτουργίας της επιχείρησης, των εργασιών που γίνονται, των μεθόδων που ακολουθούνται, καθώς και του περιβάλλοντος εργασίας. Πρέπει να γίνουν συζητήσεις με τα στελέχη που είναι επιφορτισμένα με τη διαχείριση και τη λειτουργία της επιχείρησης, ώστε να γίνει η σωστή καταγραφή των πόρων της. Αυτή περιλαμβάνει το μηχανολογικό εξοπλισμό, τα λειτουργικά συστήματα, τις πρώτες ύλες και τα τελικά προϊόντα, τα συστήματα ελέγχου και διαχείρισης, τον τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό, τους χώρους όπου υπάρχουν οι εγκαταστάσεις για την παροχή ρεύματος, νερού ή φυσικού αερίου.
Συχνά τα άυλα αγαθά είναι και τα περισσότερο σημαντικά και είναι ορατά μόνο με την εξέταση της λειτουργίας της επιχείρησης, ενώ δεν φαίνονται από μια επιφανειακή παρατήρηση. Αυτό το στάδιο ορίζει κατά κανόνα και τους πιθανούς στόχους ενός εισβολέα.
Καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία μπορεί να διαιρείται επιπλέον σε μικρότερες κατηγορίες (ή συνιστώσες). Η ανάλυση μπορεί να καταδεικνύει ότι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο πρέπει να οριστεί με λεπτομέρεια, εξαιτίας της σημαντικής του αξίας. Ως παράδειγμα ενός τέτοιου περιουσιακού στοιχείου μπορούμε να αναφέρουμε το πληροφοριακό σύστημα μιας επιχείρησης, το οποίο μπορεί να υποδιαιρεθεί σε μια εκτεταμένη λίστα επιπλέον κατηγοριών, που να περιλαμβάνει τον ηλεκτρονικό και τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό, τα λειτουργικά συστήματα, τα συστήματα των βάσεων δεδομένων, τα συστήματα αρχείων και τις εφαρμογές λογισμικού.
Και τα υλικά και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να κατηγοριοποιηθούν. Η ταξινόμησή τους μπορεί να γίνει με βάση τη σημαντικότητά τους για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Έτσι, μπορούν να χαρακτηριστούν ως ζωτικής σημασίας (όταν η απώλειά τους είναι καταστροφική για την επιχείρηση), πολύτιμα (όταν η απώλειά τους δημιουργεί σοβαρές δυσλειτουργίες, αλλά η επιχείρηση μπορεί να επιβιώσει) και δευτερεύουσας σημασίας (όταν η απώλειά τους είναι σχετικά ασήμαντη).
Καθορισμός απειλών
Ένα εκτενές σχέδιο ασφαλείας απαιτεί έναν ορισμό των απειλών, ώστε να μελετηθεί η περιοχή που εκτίθεται. Διαμέσω της ανάλυσης γίνεται εστίαση στους στόχους εκείνους που κρίνεται ότι υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να απειληθούν. Ο καθορισμός ξεκινά με την επεξεργασία των δεδομένων από συμβάντα παραβίασης της ασφάλειας της επιχείρησης, που έχουν συμβεί στο παρελθόν. Έτσι ορίζεται το πρότυπο συμπεριφοράς των εισβολέων και καθορίζεται η φύση των ενεργειών τους. Γίνεται μια ανασκόπηση των απωλειών και πραγματοποιείται συζήτηση με τους νομικούς της επιχείρησης, για να καταγραφούν οι πιθανές επιπτώσεις που έχουν υποστεί οι εισβολείς από την παραβίαση της ασφάλειας. Η καταγραφή των απειλών είναι μοναδική για κάθε επιχείρηση, αλλά και για κάθε γεωγραφική περιοχή όπου αυτή βρίσκεται εγκαταστημένη.
Πιθανές απειλές μπορεί να προέρχονται από:
- Κακόβουλα άτομα εκτός της επιχείρησης. Στα άτομα αυτά μπορούν να συμπεριληφθούν ανταγωνιστές, καιροσκόποι, επισκέπτες ή πελάτες.
- Κακόβουλα άτομα εντός της επιχείρησης.
- Τρομοκρατικές ομάδες.
- Γειτνιάζουσες επιχειρήσεις.
Ανάλογα με τη φύση της επιχείρησης και την πολιτική και κοινωνική ταυτότητά της, καθορίζονται και οι πιθανοί χώροι όπου μπορούν να εκδηλωθούν οι απειλές. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
- Τους χώρους των πληροφοριακών συστημάτων.
- Τους χώρους των εγκαταστάσεων υποδομής. ( ρεύματος, νερού κ.α.)
- Τους αποθηκευτικούς χώρους.
- Τους χώρους φόρτωσης/εκφόρτωσης και μεταφοράς εμπορευμάτων.
Ο καθορισμός των απειλών χαρακτηρίζεται ως μία ποιοτική ανάλυση, μολονότι κάποιες φορές χρησιμοποιούνται κάποιες ποσοτικές τεχνικές. Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι ο καθορισμός των απειλών είναι μία φωτογραφία της στιγμής. Καθώς οι συνθήκες αλλάζουν, αλλάζει και το περιβάλλον των απειλών. Ως απόρροια αυτών, ο καθορισμός των απειλών πρέπει να αναβαθμίζεται, ώστε το σύστημα CCTV να ανταποκρίνεται στις ανάγκες που προκύπτουν.
Οι απειλές μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως: αναμενόμενες (περιμένουμε να συμβούν), πιθανές (οι συνθήκες συμβάλλουν ώστε να συμβεί μια απειλή) και αδιάφορες. Η δριμύτητα των απειλών μπορεί να κατηγοριοποιηθεί επίσης ως: καταστροφική (καταστροφικό συμβάν), μετριοπαθής (επιβίωση της επιχείρησης μετά το συμβάν) και ασήμαντη.
Ανάλυση τρωτών σημείων
Η ανάλυση των τρωτών σημείων της επιχείρησης προσφέρει ένα μηχανισμό για κατασκευή σεναρίων, που αφορά συμβάντα που σχετίζονται με την ασφάλεια. Τα σημεία αυτά πρέπει να εξετάζονται βήμα-βήμα με κάθε λεπτομέρεια. Συνήθως, ένα στέλεχος της επιχείρησης με ευρεία γνώση των χώρων και των εσωτερικών διεργασιών, είναι το κατάλληλο άτομο για να δημιουργήσει τα σενάρια. Το στέλεχος παίζει το ρόλο του εισβολέα, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα της καταγραφής των τρωτών σημείων της επιχείρησης. Με τον τρόπο αυτό, το σχέδιο ασφαλείας αναπτύσσεται έτσι ώστε αφού μπορεί να σταματήσει το καλά πληροφορημένο στέλεχος της επιχείρησης ισοδύναμα ή ακόμα και με μεγαλύτερη επιτυχία θα μπορεί να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε εξωτερικό εισβολέα. Έτσι αναδεικνύονται τα τρωτά σημεία της επιχείρησης, αλλά παρέχεται επίσης και η απαραίτητη πληροφορία για την επιλογή των καταλληλότερων ηλεκτρονικών συστημάτων προστασίας.
Παράγοντες απόδοσης συστήματος CCTV
Αντικειμενικός στόχος ενός συστήματος CCTV είναι η εύκολη επιτήρηση των χώρων παρακολούθησης, η ταχύτερη και αμεσότερη κινητοποίηση του προσωπικού ασφαλείας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, καθώς και η ορθή αντιμετώπισή της. Πρέπει να είναι σχεδιασμένο με τέτοιο τρόπο και να λαμβάνεται μέριμνα, ώστε καμία κρίσιμη πληροφορία να μη χάνεται, αλλά ταυτόχρονα, μέσω της κατάλληλης επεξεργασίας να υπάρχει άμεση και ορθολογική εκτίμηση της κατάστασης. Ο τεχνολογικός εξοπλισμός του συστήματος πρέπει να βασίζεται σε υλικά τελευταίας – και πρακτικά αποτελεσματικής – τεχνολογίας ανοιχτής αρχιτεκτονικής, με εύκολη και φιλική διαχείριση. Λαμβάνοντας υπόψη τώρα την πληροφορία που έχει καταγραφεί από την ανάλυση των τριών προηγούμενων σημείων, θα πρέπει να αποφασιστούν τα στοιχεία εκείνα που θα προσφέρουν τη μεγαλύτερη απόδοση στην επένδυση της εγκατάστασης του συστήματος CCTV. Έτσι υπάρχει ένας αριθμός καθοριστικών παραγόντων απόδοσης που πρέπει να καταγραφούν. Ενδεικτικά, αναφέρονται ορισμένοι από αυτούς:
Χειρισμός του συστήματος
Η επιχείρηση οφείλει να διαθέτει εξειδικευμένο προσωπικό ασφαλείας και άτομα εξοικειωμένα με τα συστήματα επιτήρησης, ώστε αυτή να γίνεται σε πραγματικό χρόνο και το σύστημα να ρυθμίζεται με τέτοιο τρόπο που θα καταγράφει και θα αρχειοθετεί όλα τα κρίσιμα συμβάντα. Επίσης, όταν συμβεί κάποιο γεγονός, τότε θα πρέπει ο χειριστής του συστήματος να μπορεί με ευκολία να το βρίσκει και να το αναπαραγάγει προκειμένου να μπορεί να δει τι πραγματικά έχει συμβεί.
Ορισμός κάμερας & φακού
Ένα σύστημα CCTV κρίνεται από την ικανότητά του να παρέχει ευκρινή εικόνα τόσο στην επιτήρηση σε πραγματικό χρόνο όσο και κατά την αναπαραγωγή των καταγεγραμμένων εικόνων. Όπως είναι γνωστό, η οπτική πληροφορία εισέρχεται στην κάμερα μέσω του φακού που αυτή διαθέτει και η κάμερα είναι η συσκευή που μετατρέπει τη χρωμικότητα και τη λαμπρότητα του φωτός σε ηλεκτρικά σήματα, για να γίνει η επεξεργασία τους και να παραχθεί το τηλεοπτικό σήμα. Ο φακός είναι αυτός που επιλέγει πόση οπτική πληροφορία θα περάσει για να την επεξεργαστεί το σύστημα και είναι υπεύθυνος για το μέγεθος, το σχήμα και την ευκρίνεια της εικόνας. Επίσης, τα χαρακτηριστικά του φακού είναι εκείνα που ορίζουν τη μεγέθυνση, καθώς και σε ποια αντικείμενα θα γίνεται η εστίαση στην υπό επιτήρηση περιοχή. Το πιο σημαντικό στοιχείο σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι η επιλογή του κατάλληλου συνδυασμού κάμερας-φακού, αφού από την ποιότητα της εικόνας που θα παράγει εξαρτάται και η απόδοση ολόκληρου του συστήματος CCTV. Ο συνδυασμός είναι διαφορετικός αν πρόκειται απλώς για ταυτοποίηση ή αναγνώριση και διαφορετικός για ανίχνευση ατόμων καθώς και για παρακολούθηση της συμπεριφοράς ενός πλήθους ατόμων (π.χ. σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου).
Ορισμός χρόνου πλαισίου (time frame)
Ο δείκτης αυτός επηρεάζει τη χωρητικότητα εγγραφής του συστήματος CCTV και είναι άμεσα συνυφασμένος με το ρυθμό αποθήκευσης και αναπαραγωγής. Τα δύο αυτά μεγέθη σχετίζονται μεταξύ τους και χαρακτηρίζουν την ποσότητα της πληροφορίας που χρησιμοποιείται για την καταγραφή και αναπαραγωγή του σήματος video. Ανάλογα με το βαθμό συμπίεσης κρίνεται η ποιότητα της αποδιδόμενης εικόνας, καθώς και το πόσο εύκολα μπορεί να αξιοποιηθεί η εικόνα που αναπαράγεται. Ο μέγιστος ρυθμός είναι 25fps (frames per second). Για εξοικονόμηση χωρητικότητας, το σύστημα καταγραφής μπορεί να αποκρίνεται σε σήματα συναγερμού και μόνο τότε να αποθηκεύει με ρυθμό 25fps. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο ρυθμός αποθήκευσης μπορεί να είναι σημαντικά μικρότερος.
Ορισμός ποιότητας εικόνας (resolution)
Ο δείκτης αυτός, όπως και ο προηγούμενος, επηρεάζει τη χωρητικότητα εγγραφής του συστήματος CCTV. Στην ψηφιακή τεχνολογία, για την ανάλυση της εικόνας χρησιμοποιείται ο όρος pixel (εικονοστοιχείο). Αποτελείται από δύο θετικούς αριθμούς, όπου ο πρώτος είναι ο αριθμός των στηλών (εύρος) και ο δεύτερος είναι ο αριθμός των γραμμών (ύψος), π.χ. 352×288, 704×576, 720×576 κ.λπ. Χρησιμοποιώντας υψηλή ανάλυση αυξάνεται η λεπτομέρεια της εικόνας, ελαττώνεται ο θόρυβος, αυξάνεται η εξομάλυνση του σήματος video, βελτιώνεται η κάθετη ανάλυση (vertical resolution) του σήματος video και βελτιώνεται η οριζόντια ανάλυση (horizontal resolution) του σήματος video.
Διαχείριση συμβάντων & αποθήκευση αποδεικτικών στοιχείων
Ένα σύστημα κρίνεται από την ευκολία χειρισμού και την άμεση απόκριση του προσωπικού ασφαλείας σε κάποιο συμβάν. Το σύστημα διαχείρισης πρέπει να παρέχει άμεσα και γρήγορα κάθε πληροφορία που χρειάζεται το προσωπικό ασφαλείας για να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες. Επιπλέον, πρέπει να είναι φιλικό προς το χρήστη, ώστε αυτός να αναζητά και να ανακτά εύκολα κάθε διαθέσιμη πληροφορία.
Εγκατάσταση συστήματος CCTV
Η εγκατάσταση ενός συστήματος CCTV πρέπει να γίνεται με γνώμονα τα εξής στοιχεία:
- Να διαθέτει δομημένη αρχιτεκτονική και ο σχεδιασμός του να εξασφαλίζει τη μελλοντική προσαρμογή και την επέκτασή του στο απαιτητικό τεχνολογικό περιβάλλον, χωρίς να απαιτείται η ριζική αναπροσαρμογή του.
- Να διαθέτει υλικά τελευταίας τεχνολογίας και μεγάλης αξιοπιστίας.
- Να συνδυάζει προχωρημένες τεχνολογίες επιτήρησης, καταγραφής και μετάδοσης της πληροφορίας που χειρίζεται.
- Να έχει δυνατότητα διασύνδεσής του με υπάρχοντα υποσυστήματα ασφαλείας (σύστημα συναγερμού ή σύστημα ελέγχου πρόσβασης), που ήδη λειτουργούν.
- Ο έλεγχος και η διαχείριση να λειτουργούν αποδοτικά. Οι διαδικασίες παρακολούθησης, αναγνώρισης και ενεργοποίησης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, να είναι αυτοματοποιημένες ώστε να υπάρχει δυνατότητα άμεσης επέμβασης του προσωπικού ασφαλείας.
Βελντές Γιώργος
Φυσικός -Ραδιοηλεκτρολόγος