12 ώρες : ..αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη κατάσταση
Η κατάληξη μιας ιδιότυπης κατάστασης ομηρίας είναι συνήθως απρόβλεπτη, πάντα όμως αφήνει ανεξίτηλα σημάδια σε όλους τους εμπλεκομένους. Θύτες, θύματα και δυνάμεις ασφαλείας σε μια κατάσταση ομηρίας βιώνουν πάντα ίσως την πλέον ψυχοφθόρα διαδικασία τέλεσης εγκληματικής πράξης.
Όλα είχαν πια τελειώσει, ο δράστης μεταφερόταν στο ασθενοφόρο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προσπαθούσαν να πάρουν μία δήλωση από τους υπαλλήλους, σπρώχνοντας οι ρεπόρτερ ο ένας τον άλλον, στο συνηθισμένο, θεμιτό και ιδιότυπο αγώνα της πρωτιάς της είδησης. Η Κατερίνα κατάκοπη, εξουθενωμένη ψυχολογικά και σωματικά, ήταν στην αγκαλιά του παιδιού και του άντρα της, ασφαλής πλέον, μετά την περιπέτειά της που είχε ξεκινήσει 12 ώρες πριν.
12 ώρες πρίν τίποτα δεν προμήνυε τι θα συνέβαινε. Η Κατερίνα είχε αναζητήσει αρκετές φορές εργασία σε ετερόκλητους τομείς σε σχέση με τις γνώσεις και το πτυχίο της νοσηλεύτριας που είχε αποκτήσει. Έχοντας όμως οικογένεια και έξοδα που κάθε μήνα ήταν απαραίτητο να καλύπτονται με κάθε τρόπο, δεν σκέφτηκε πολύ όταν ο παλιός της συμμαθητής, της πρότεινε να εργαστεί στην εταιρεία φύλαξης που ο ίδιος εδώ και καιρό εργαζόταν. Αν και της ήταν άγνωστο το αντικείμενο, εντούτοις πολύ γρήγορα εξοικειώθηκε και οι ανώτεροί της ήταν ευχαριστημένοι καθώς επίσης και οι υπάλληλοι του Οργανισμού στον οποίον εργαζόταν ως φρουρός.
Ξεκινούσε άλλη μία μέρα και τα πάντα έμοιαζαν ήρεμα. Ο άντρας που περίμενε υπομονετικά να ανοίξουν οι πόρτες για το κοινό δεν είχε τίποτα το παράξενο, παρά μόνο το απλανές βλέμμα που διαπερνούσε τα πάντα και συνέχιζε στο άπειρο, λες και τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν τον ακουμπούσε. Προσπαθούσε να επικοινωνήσει με κάτι άλλο πέρα από τα νοητά όρια.
Όταν πλέον και οι τελευταίοι πολίτες μπήκαν, ο περίεργος άντρας άνοιξε τον αθλητικό σάκο και βγάζοντας ένα πιστόλι και έναν άγνωστο μηχανισμό διέταξε να πέσουν όλοι στο πάτωμα, ενώ ταυτόχρονα κατευθύνθηκε προς τον προϊστάμενο του τμήματος.
Προς στιγμή πανικός, όλοι πίστευαν ότι επρόκειτο για ληστεία.τι το περίεργο στις μέρες μας, αλλά ληστεία εδώ; Δεν ήταν τράπεζα, δεν υπήρχαν χρήματα, πέρα από εκείνα που είχαν οι πολίτες μαζί τους. Τότε;
Ο άντρας ψυχρός, με απλανές βλέμμα συνέχιζε να κάθεται αμίλητος, ενώ ο προϊστάμενος του ζητούσε να μην πειράξει τους πολίτες και τους εργαζόμενους και πως όποιο και να ήταν το αίτημά του, θα προσπαθούσε να του το ικανοποιήσει. Έκανε ότι μπορούσε για να αποφύγει μια μοιραία κατάληξη.
Ο άγνωστος άντρας σήκωσε το χέρι που είχε τον περίεργο μηχανισμό και μιλώντας ήρεμα τους είπε ότι ήταν βόμβα και πώς θα την ενεργοποιούσε εάν προσπαθούσε κάποιος να τον αφοπλίσει. Την ακούμπησε στο γραφείο του προϊστάμενου, που έντρομος είχε αρχίσει να ιδρώνει και να συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα του πράγματος.
Στράφηκε στην Κατερίνα – τη μόνη ένστολη – και τη ρώτησε αν είχε ενεργοποιήσει τον αθόρυβο συναγερμό. Εκείνη του έγνεψε θετικά, γνωρίζοντας πως ήταν θέμα χρόνου να καταφτάσουν τα πρώτα περιπολικά.
Τον ρώτησε τι ήταν αυτό που ήθελε, αλλά ο άγνωστος άντρας αδιαφόρησε για την ερώτηση και με μια κίνηση έβγαλε από το σάκο του μία φωτογραφία και την ακούμπησε δίπλα από τον εκρηκτικό μηχανισμό.
Ο προϊστάμενος κοίταξε απορημένος τη μορφή της γυναίκας και κατόπιν τον άντρα.
«Μα την ξέρω είπε, είναι η Έλενα, η υπάλληλος που δούλευε μέχρι πριν λίγο καιρό για τον Οργανισμό, ήταν στις δημόσιες σχέσεις. Μα. δεν καταλαβαίνω τι σχέση μπορεί να έχεις με την Έλενα; Ποιος είσαι; Τι θέλεις»;
Ο άγνωστος άντρας τράβηξε την Κατερίνα και αφού κόλλησε το πιστόλι του στον κρόταφό της, είπε δυνατά. «Πριν από ένα χρόνο η γυναίκα μου προσλήφθηκε γεμάτη όρεξη και κέφι για τη δουλειά της. Κάναμε όνειρα, σκοπεύαμε να κάνουμε σύντομα παιδί, αλλά όλα αυτά χάθηκαν σε μία στιγμή όταν κάποιος σκέφτηκε να εκδικηθεί, γιατί ένιωθε αδικημένος από τον Οργανισμό, από το σύστημα, αφαιρώντας τη ζωή της γυναίκας μου».
Το προσωπικό και οι πολίτες αποσβολώθηκαν.
Η ζωή της, για τη ζωή εκείνης. Συνέχισε να πιέζει το πιστόλι στον κρόταφο της Κατερίνας και να τη γυρίζει αργά, ώστε να βλέπουν την απελπισία της όσοι βρισκόντουσαν στην αίθουσα. Ο προϊστάμενος προσπάθησε να σηκωθεί από το γραφείο του, αλλά ο άντρας του έκανε ένα νεύμα δείχνοντάς του το μηχανισμό, που ακόμη και τα δύο χρωματιστά λαμπάκια που εναλλάσσονταν, φαινόντουσαν τόσο απειλητικά.
Οι σειρήνες ακούστηκαν από μακριά και σε λίγα λεπτά η περιοχή είχε αποκλειστεί από αστυνομικούς, δημοσιογράφους και ασθενοφόρα. Οι πρώτες απευθείας μεταδόσεις στην τηλεόραση έδιναν ασαφείς πληροφορίες για το προφίλ και τα κίνητρα του δράστη και οι άνθρωποι των μέσων ενημέρωσης έψαχναν ανάμεσα στο πλήθος για μια αξιόπιστη μαρτυρία.
Είχαν περάσει 3 ώρες από τη στιγμή που ξεκίνησαν όλα.
Οι πολίτες και οι υπάλληλοι κοιτούσαν με τρόμο πότε την Κατερίνα και πότε το μηχανισμό, προσπαθώντας να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, ενώ ο άντρας με το ίδιο απλανές βλέμμα, ακίνητος, δείχνοντας ακούραστος και αποφασισμένος, πίεζε το πιστόλι στον κρόταφο της άτυχης γυναίκας.
Η Κατερίνα, στα μαθήματα που είχε παρακολουθήσει όταν εκπαιδευόταν, είχε διδαχθεί πως η ομηρία είναι από τις δυσκολότερες καταστάσεις για τον άνθρωπο – και ιδιαίτερα για τον ένστολο, ο οποίος για το δράστη αποτελεί πάντα το φυσικό αναστολέα του, τον κίνδυνο που πρέπει να εξουδετερωθεί.
Είχε διδαχθεί πως το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να κάνει θα ήταν να εκνευρίσει ή να προκαλέσει το δράστη. ¶λλωστε ήξερε – και αυτό ήταν το λογικό – ότι προσπάθειες αφοπλισμού όπως στον κινηματογράφο, στην πραγματικότητα δεν θα είχαν καμία τύχη και θα απέβαιναν μοιραίες για εκείνην, αλλά ίσως και για τους υπόλοιπους.
Είχαν περάσει 6 ώρες και η κόπωση ήταν εμφανής. Μάταια η αστυνομία και ο ειδικός διαπραγματευτής προσπαθούσαν να πείσουν τον άντρα να παραδοθεί.
¶λλωστε εκείνος δεν είχε αιτήματα, δεν ζητούσε χρήματα, δεν ήταν οικονομικό, ούτε ιδεολογικό το ζήτημα. Ήταν απλά αποφασισμένος μέσα στη δυστυχία του, να πράξει ό,τι έπραξαν στη γυναίκα που τόσο αγαπούσε.
Η ομηρία θεωρείται από τους ψυχολόγους ως η πλέον επίπονη σωματικά και ψυχολογικά δοκιμασία, στην οποία ο όμηρος αφήνεται στα χέρια και τις διαθέσεις του δεσμώτη του, με την αβεβαιότητα της επόμενης στιγμής, λαμβάνοντας υπόψη την ψυχολογική διακύμανση του δράστη από εσωγενείς και εξωγενείς παράγοντες.
Δεδομένης της μεγάλης απειλής που είναι το πλησίασμα στο θάνατο, ο όμηρος αναθεωρεί ριζικά γεγονότα και αξίες για τη ζωή του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσε δεδομένα ή μελλοντικά και εισέρχεται σε κατάσταση πνευματικής και σωματικής αδράνειας.
Μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για κατάσταση ομηρίας ο οποιοσδήποτε απλός πολίτης, χωρίς να έχει αποτελέσει στόχο συγκεκριμένο για το πρόσωπό του, απλώς βρισκόμενος σε λάθος ώρα στο λανθασμένο μέρος όπου θα εξελιχθεί αυτή η κατάσταση. Και πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να αναφέρουμε το παράδειγμα μιας ληστείας σε μία τράπεζα ή σε εμπορικά καταστήματα, όπου ο οποιοσδήποτε μπορεί να τύχει μιας τέτοιας κατάστασης ή την εξέλιξη της κατάληψης δημόσιας, μαζικής χρήσης οχήματος, όπως η κατάληψη αεροπλάνου, πλοίου, τρένου κ.λπ.
Η ατμόσφαιρα συνέχιζε να είναι παγωμένη. Οι πολίτες – προσωπικό και μη – με έντονα τα σημάδια κόπωσης, απλά κοιτούσαν αμίλητοι τον άντρα και την Κατερίνα, που προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι της είχε συμβεί, πότε ξέσπαγε σε κλάματα, άλλοτε παρακαλούσε το δράστη να την αφήσει και άλλοτε κοιτούσε απελπισμένη τον προϊστάμενό της, που ανήμπορος να τη βοηθήσει καθόταν ακίνητος στην πολυθρόνα του, κοιτάζοντας το μηχανισμό να συνεχίζει να παίζει το μονότονο ρυθμικό ρόλο του τρόμου.
Συμπληρώθηκαν 10 ώρες και η δίψα ήταν έντονη, κανείς όμως δεν τολμούσε να ζητήσει από το δράστη έστω λίγο νερό. Εκείνος στέκονταν με το ίδιο απαράλλακτα ψυχρό ύφος, απέναντι ακριβώς από τη φωτογραφία της νεκρής γυναίκας του, με το πιστόλι κολλημένο στον κρόταφο της Κατερίνας.
Δεν φταίω εγώ για ότι σου έχει συμβεί – και πραγματικά λυπάμαι για τη γυναίκα σου, του ψέλλισε χαμηλόφωνα, με σχεδόν απολογητικό ύφος. Όμως καμία αντίδραση, καμία απάντηση από το δεσμώτη της, που κάποιες στιγμές τον μισούσε και κάποιες τον λυπόταν.
Ο διαπραγματευτής της αστυνομίας καλούσε το τηλέφωνο στο χώρο που βρίσκονταν οι εγκλωβισμένοι, αφού οι προσπάθειες με τον τηλεβόα και το συνεχές κάλεσμά του στον οπλοφόρο να παραδοθεί, είχαν αποβεί άκαρπες.
Ο διαπραγματευτής έχοντας τον κρίσιμο αυτό ρόλο, προσπαθεί μέσα από τεχνικές που είναι παγκοσμίως αποδεκτές να δημιουργήσει μια γέφυρα εμπιστοσύνης ανάμεσα σε εκείνον και το δράστη. Προσπαθεί να εξομαλύνει το προηγούμενο τεταμένο κλίμα, να εξαλείψει τη νευρικότητα και να ακούσει χωρίς κριτική διάθεση όλα όσα του λέει η άλλη πλευρά.
Ανάλογα με την κρισιμότητα της κατάστασης και τον άμεσο κίνδυνο που διατρέχουν οι όμηροι, επιταχύνει ή επιβραδύνει το ρυθμό εξέλιξης της συνομιλίας και αυτό εξαρτάται από το βαθμό της επικινδυνότητας του γεγονότος και το επιδιωκόμενο από πλευράς του εγχείρημα.
Ο άντρας απλά άκουγε στο τηλέφωνο τον αξιωματικό της αστυνομίας που εδώ και αρκετή ώρα προσπαθούσε να τον πείσει να παραδοθεί, λέγοντάς του συχνά ότι το να θέσει σε κίνδυνο αθώες ζωές, δεν θα τον διαφοροποιούσε από εκείνον που αφαίρεσε τη ζωή της γυναίκας του.
Όμως ο δράστης ήταν αποφασισμένος. Οι υπόλοιποι κάθονταν στο πάτωμα, κάποιοι είχαν καταρρεύσει σωματικά και προσπαθούσαν να μην κοιμηθούν, ο προϊστάμενος κάθε τόσο σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, αντικρίζοντας την υπάλληλό του να στέκεται παραδομένη στη θέα ενός πιστολιού που απειλούσε από στιγμή σε στιγμή να της αφαιρέσει τη ζωή.
Είχαν συμπληρωθεί 12 ώρες από την έναρξη του περιστατικού που θα άλλαζε τη ζωή –
ίσως και με ανεπίστρεπτα αποτελέσματα σε κάποιους από τους άτυχους πολίτες, αλλά πολύ περισσότερο στην Κατερίνα, η οποία για λόγους που δεν μπόρεσε και δεν θα μπορούσε και αργότερα να εξηγήσει, βρέθηκε στο κέντρο του κυκλώνα, βιώνοντας την έννοια του τρόμου και την ανάσα του θανάτου δίπλα της.
Οι επικεφαλής είχαν αποφασίσει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια μπορεί να απέβαινε άκαρπη και έπρεπε όσο ήταν ακόμη καιρός να επέμβουν για να σώσουν τις ζωές των πολιτών.
Το σχέδιο καταστρώθηκε, οι ειδικές δυνάμεις πήραν θέσεις και απλά περίμεναν την εντολή για να ξεκινήσει η επιχείρηση. Ο άντρας κατευθύνθηκε στο παράθυρο και αντίκρισε την εικόνα της εμπόλεμης περιοχής, με παρατεταγμένα αστυνομικά οχήματα, ασθενοφόρα, τηλεοπτικά κανάλια και περίεργους.
Γύρισε προς την Κατερίνα και της είπε με την ίδια ψυχρή χροιά στη φωνή, να σταθεί δίπλα του στο παράθυρο. Εκείνη πανικοβλήθηκε ακόμα περισσότερο και άρχισε να κλαίει, πιστεύοντας πως είχε έρθει η μοιραία ώρα. Ο άντρας της επανέλαβε την εντολή και εκείνη κατευθύνθηκε και στάθηκε δίπλα του.
Αντικρίζοντας στο παράθυρο τον ένοπλο άντρα και την άτυχη κοπέλα, ο διαπραγματευτής πάγωσε. Θεώρησε ότι είχε πλέον φτάσει η ώρα που θα πραγματοποιούσε την απειλή του. Δεν κατάφερε να τον πείσει και αισθανόταν ενοχή για αυτό, όμως είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ο άντρας άνοιξε το παράθυρο, κοίταξε για μια στιγμή κάτω και κατόπιν στράφηκε στην Κατερίνα, που πλέον ήταν στα όρια της κατάρρευσης και της είπε:
«Δεν θα σου κάνω κακό, γιατί τότε δεν θα διαφέρω σε τίποτα από εκείνον που κατέστρεψε τη ζωή μου. Σου ζητώ συγγνώμη». Αυτόματα, έστρεψε το όπλο στο κεφάλι του και στο φινάλε του κρεσέντο των 12 ωρών τράβηξε χωρίς δισταγμό τη σκανδάλη!
Για μερικά δευτερόλεπτα όσοι αντίκρισαν τη σκηνή πάγωσαν. Το άψυχο σώμα του αυτόχειρα στο πάτωμα, η Κατερίνα με αίματα στα ρούχα και το πρόσωπό της και όλοι οι υπόλοιποι να στέκονται ακίνητοι, παγωμένοι.
Σε λίγα λεπτά ο νεκρός μεταφερόταν στο ασθενοφόρο και η αστυνομία συνόδευε εκείνους που για 12 ώρες βρίσκονταν όμηροι μιας ιδιότυπης ομηρίας δίχως αιτήματα, δίχως κέρδος, δίχως ιδεολογικά μανιφέστα.
Ενώ η Κατερίνα κοιτούσε το άψυχο σώμα του δεσμώτη της – και πραγματικά δεν ήξερε αν έπρεπε να τον μισήσει ή να τον λυπηθεί.
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΙΑΚΟΥ